Αφιερωμένο σε αυτούς που ονειρεύονται και διαφημίζουν την «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια.
Θανάση τον έλεγαν. Καθηγητής, μαθηματικός σε γυμνάσιο. Αξιοπρεπής άνθρωπος έδειχνε. Παντρεμένος με την Ευανθία, η οποία όμως δεν δούλευε. Είχε όμως φέρει ένα διαμέρισμα προίκα και έτσι δεν είχαν πρόβλημα στέγης. Είχαν και μία κόρη, την Ρούλα.
Καλά πήγαινε η ζωή τους. Ο μισθός έφτανε για να ζουν, έτσι που τα «μαύρα» από τα ιδιαίτερα φροντιστήρια περίσσευαν και τα ακουμπούσε σε τραπεζικό λογαριασμό.
Με τα χρόνια αυτός ο λογαριασμός φούσκωνε και επειδή τα επιτόκια άρχισαν να πέφτουν, κάποιο βράδυ η Ευανθία μετά από ένα παρακμιακό έρωτα- μία στις τόσες- είχε έμπνευση.
– «Τα λεφτά έπρεπε να αξιοποιηθούν».
– «Και πως θα γίνει αυτό Ευανθία;»
– «Δεν ξέρω. Ρώτα, ψάξε. Πάντως σε κάτι που να είναι σίγουρο, να το βρει το παιδί, να έχει κάποια βάση για το μέλλον».
Ρώτησε λοιπόν. Μετοχές ,ομόλογα, αμοιβαία, τα απέκλεισε. Άλλωστε δεν ήξερε απ’ αυτά. Ένας φίλος του μεσίτης όμως του μίλησε για ένα ακίνητο. Είχε υπ’ όψη ένα μαγαζί σε καλή περιοχή και με καλό ενοίκιο. Κελεπούρι. Τριάντα πέντε τετραγωνικά, ισόγειο. Με πατάρι και υπόγειο.
– «Πόσο;» ρώτησε τον φίλο του.
Του είπε. Είχε σχεδόν τα μισά. Δεν το έφτανε.
-«Και γιατί δεν παίρνεις και ένα δάνειο. Σε λίγα χρόνια θα έχεις το εξοφλήσεις από το ενοίκιο, και θα σου μείνει μετά και το νοίκι και το μαγαζί , καθαρό κέρδος.
Πείστηκε. Πήρε το δάνειο ακούμπησε και τα δικά του και το μαγαζί γράφτηκε κατ’ ευθείαν στο παιδί.
Σε κάποια μπουτίκ με γυναικεία ήταν νοικιασμένο, και κάθε πρώτη του μήνα το ενοίκιο πήγαινε κατευθείαν στο δάνειο.
Έλα όμως που άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στην οικονομία. Το κατάλαβε από τα ιδιαίτερα που άρχισαν να ελαττώνονται καθώς τα νοικοκυριά δεν άντεχαν και τέτοια έξοδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ιδιοκτήτρια της μπουτίκ ζήτησε να ελαττώσουν το ενοίκιο, γιατί δεν έβγαινε.
– «Εγώ έλεγα για αύξηση και συ ζητάς μείωση;»
Δεν τα βρήκαν, και η γυναίκα τα μάζεψε και έφυγε.
– «Δεν πειράζει. Άλλος θα βρεθεί. Τέτοιο κελεπούρι!».
Το έβαψε έβαλε ενοικιαστήριο, είπε και τον φίλο του τον μεσίτη, και περίμενε. Μόνο που περίμενε πέντε μήνες, αλλά το δάνειο έτρεχε.
Τελικά βρέθηκε κάποιος που το ήθελε για προποτζίδικο. Στα μισά λεφτά. Έσφιξε την καρδιά του και το έδωσε προκειμένου να περιμένει, ποιος ξέρει πόσους μήνες ακόμα. Στριμώχθηκε, αναγκάστηκε να συμπληρώνει στο ενοίκιο για να τα βγάλει πέρα με την τράπεζα, αλλά κομμάτια. Τουλάχιστον το κορίτσι είχε κάτι σίγουρο.
Μόνο που τα πράγματα πήγαν ακόμα χειρότερα στη οικονομία, και το προποτζίδικο έκλεισε, αφήνοντας και τρία, τέσσερα ενοίκια φέσι.
Πάλι βάψιμο, ενοικιαστήριο και νέα αναμονή. Πέρασαν κάποιοι μήνες και τελικά βρέθηκε ένας που το ήθελε για ψιλικατζίδικο. Τσιγάρα, εφημερίδες και τέτοια.
-«Πόσο ενοίκιο;»
Συμβουλεύτηκε και τον φίλο του τον μεσίτη.
-«Κοίτα, η αγορά είναι σκοτωμένη. Ότι πιάσεις.»
Μελαγχόλησε με το ενοίκιο που πήρε αλλά τι να έκανε;
Πλησίαζε ο καιρός να πάρει την σύνταξή του και ήταν πάλι η Ευανθία που είχε την ιδέα.
-«Τουλάχιστον θα πάρεις το εφ άπαξ. Θα το δώσεις στην τράπεζα και να ξεμπερδεύουμε από το δάνειο. Θα μας μείνει έτσι το μαγαζί καθαρό για το κορίτσι».
Μόνο που το εφ άπαξ βγήκε πολύ λιγότερο απ’ ότι υπολόγιζε. Το είχαν πετσοκόψει. Και έτσι έμεινε και μία ουρά από το δάνειο που έπρεπε να εξοφληθεί. Και πάνω σ’ όλα αυτά έφυγε και ο ψιλικατζής. Πήγε σε κάποια συνοικία για να έχει λιγότερα έξοδα.
Άντε πάλι από την αρχή. Καινούργιο βάψιμο, καινούργιο ενοικιαστήριο και αναμονή.
Έλα όμως που κανένας τόσο καιρό δεν ενδιαφέρθηκε για το μαγαζί των τριανταπέντε τετραγωνικών που ήταν ισόγειο και είχε πατάρι και υπόγειο.
Κουράστηκε, απελπίστηκε να περιμένει, πήρε και την γνώμη της Ευανθίας , συνεννοήθηκε με τον μεσίτη, και δίπλα στο ‘’ενοικιάζεται’’ μπήκε και το ‘’πωλείται’’.
-«Πόσο να ζητήσω;» ρώτησε τον φίλο του.
-«Άσε να βρεθεί κανένας να το θελήσει, και βλέπουμε. Η αγορά είναι εντελώς ψόφια. Δεν κουνιέται φύλλο. Πάντως δεν πιάνει πάνω από…» και του είπε ένα ποσό.
-«Τι λες! Ούτε τα μισά απ’ αυτά που έδωσα μαζί με το δάνειο, για να το πάρω!»
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.
-«Η αγορά είναι καθισμένη» επανέλαβε.
Το δράμα του Θανάση όμως, του συνταξιούχου μαθηματικού, είχε και συνέχεια. Δεν ήταν που κάθε εξάμηνο ελαττωνόταν η σύνταξή του, ήταν και η τράπεζα που του ζητούσε το υπόλοιπο του δανείου, που δεν να το είχε ξεπληρώσει. Τον απείλησε μάλιστα με κατάσχεση.
Αν σαν φέρει ο δρόμος και περάσετε από εκεί , και δείτε μία τζαμαρία γεμάτη με κολλημένες αφίσες και διαφημίσεις, εκεί είναι το μαγαζί των τριανταπέντε τετραγωνικών , με πατάρι και υπόγειο, παρακαλώ.
Και πίσω από την κολλημένη χαρτούρα αν προσέξετε , υπάρχει ένα «ενοικιάζεται» και ένα «πωλείται».
Το μέλλον της Ρούλας.
Χρήστος Γκίμτσας
Ιατρός και Συγγραφέας
[email protected]