Ολοκληρώθηκε λίγο πριν τις 11 της Τετάρτης η σύσκεψη που έγινε στο Μέγαρο Μαξίμου για τα διαδικαστικά της κηδείας του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος απεβίωσε σε ηλικία 83 ετών.
Το ζήτημα της τελετής και ταφής του πρώην μονάρχη αποτελούσε σημαντικό «αγκάθι» και η οικογένεια του τέως βασιλιά -και συγκεκριμένα οι δύο γιοί του, Παύλος και Νικόλας- προσπαθούσαν να διευθετήσουν τις τελευταίες ημέρες μία σειρά από νομικές εκκρεμότητες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η οικογένεια του τέως βασιλιά είχε απευθυνθεί σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο του κέντρου των Αθηνών προκειμένου να ενημερωθεί και να αναζητήσει τρόπους υπέρβασης των νομικών εκκρεμοτήτων που αφορούν την τελετή της κηδείας του άλλοτε μονάρχη.
Πληροφορίες ήθελαν μέλη της οικογένειας να επιθυμούν η σορός του τέως βασιλιά να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη, σε μια κηδεία με τιμές αρχηγού κράτους, κάτι ωστόσο που δεν προκρίθηκε από την κυβέρνηση.
Έτσι, αποφασίστηκε να ταφεί ως ιδιώτης, ενώ η ταφή θα πραγματοποιηθεί κοντά στους προγόνους του στο Τατόι.
Κατά πληροφορίες, πιθανότερο σενάριο για την εξόδιο ακολουθία θεωρείται η Μητρόπολη της Αθήνας, ωστόσο ακόμη και σε αυτή την περίπτωση δεν θα προβλεφθεί λαϊκό προσκύνημα.
Μάλιστα, κάποια από τα παιδιά του φέρεται να έχουν μεταβεί, το πρωί της Τετάρτης, στο Μαξίμου για συνεννοήσεις με την κυβέρνηση.
Αναλυτικά οι αποφάσεις της κυβέρνησης
- Ο τέως Βασιλιάς θα ταφεί ως ιδιώτης
- Η ταφή θα πραγματοποιηθεί κοντά στους προγόνους του στο Τατόι
- Σε συνεννόηση της κυβέρνησης με την οικογένεια θα οριστεί ο Ναός στον οποίο θα πραγματοποιηθεί η Εξόδιος Ακολουθία
- Την κυβέρνηση θα εκπροσωπήσει στην κηδεία η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη
- Θα τηρηθούν όλες οι διαδικασίες που προβλέπει το Πρωτόκολλο για τους επίσημους από το εξωτερικό που θα παραστούν στην κηδεία.
Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ
Γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 24 ετών διαδεχόμενος τον πατέρα του, Παύλο Α΄ μετά τον θάνατό του την ίδια ημέρα.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την τότε πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα Μαρία, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες.
Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α’, του οίκου των Γλύξμπουργκ και της βασίλισσας Φρειδερίκης – Λουίζας του Αννοβέρου, αδελφός της μετέπειτα (και πρώην πλέον) βασίλισσας της Ισπανίας Σοφίας και της πριγκίπισσας Ειρήνης.
Το 1941, η οικογένειά του διέφυγε στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου έζησαν για μεγάλα διαστήματα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Το 1946, μετά την απελευθέρωση η βασιλική οικογένεια επέστρεψε στη χώρα.
Την 1η Απριλίου 1947, ο πατέρας του ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα, ύστερα από το θάνατο του Γεωργίου Β’, και ο ίδιος ανακηρύχτηκε διάδοχος του θρόνου. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο που λειτούργησε μέσα στα ανάκτορα Ψυχικού. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στο εθνικό εκπαιδευτήριο Αναβρύτων και συνέχισε στη Σχολή Ευελπίδων.
Στις 28 Ιουνίου του 1958 ανακηρύχτηκε αξιωματικός και στα τρία όπλα. Ασχολήθηκε ενεργά με τον προσκοπισμό και το 1959 ανακηρύχτηκε αρχιπρόσκοπος. Το 1960 αναδείχτηκε χρυσός ολυμπιονίκης στη Ρώμη, στο αγώνισμα της ιστιοπλοΐας.
Στις 6 Μαρτίου 1964 την επομένη του θανάτου του πατέρα του, ανακηρύχτηκε βασιλιάς σε ηλικία 24 ετών. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα Μαρία της Δανίας, τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’. Από το γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο.
Στις 15 Ιουλίου του 1965 προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, αμφισβητώντας το δικαίωμα του πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Στη συνέχεια διόρισε τις βραχύβιες κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα (15 Ιουλίου) και Ηλία Τσιριμώκου (20 Αυγούστου), οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης.
Στις 17 Σεπτεμβρίου διόρισε νέα κυβέρνηση υπό το Στέφανο Στεφανόπουλο, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία επί περίπου 15 μήνες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1966 διόρισε την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Παρασκευόπουλου η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και στις 3 Απριλίου 1967 διόρισε πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών.
Λίγες ημέρες αργότερα υπέδειξε για τη θέση του πρωθυπουργού τον Κωνσταντίνο Κόλλια και προσυπέγραψε το διορισμό της υπό αυτόν κυβέρνησης.
Στις 13 Δεκεμβρίου οργάνωσε αντιδικτατορική κίνηση που απέτυχε. Κατέφυγε με την οικογένειά του στη Ρώμη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Την 1η Ιουνίου 1973 το δικτατορικό καθεστώς ανακοίνωσε την κατάλυση της βασιλείας και στις 29 Ιουλίου έκανε «δημοψήφισμα» για να κατοχυρώσει την απόφασή του αυτή.
Το 1974, ύστερα από την πτώση των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έγινε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου για το πολιτειακό, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Β’ κηρύχτηκε οριστικά έκπτωτος, με ποσοστό ψήφων 69,18% υπέρ της προεδρευομένης Δημοκρατίας.
Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (Κτήμα και ανάκτορα Τατοΐου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τελικά η απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002, του επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ.