Το τοπίο της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στα Τρίκαλα και γενικότερα στη Δυτική Θεσσαλία ήταν προφανώς διαφορετικό στα χρόνια του Μεσοπολέμου αλλά και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες – εκτός των άλλων – και ως προς τούτο: Σχεδόν πάντα οι εορτάσιμες τούτες μέρες είχαν λευκό φόντο! Το χιόνι είχε ήδη καλύψει την πόλη και τις γειτονιές της, φαινόμενο που όλο και πιο σπάνια βλέπουμε στις μέρες μας… Κλιματική αλλαγή; Ίσως.
Ο αείμνηστος Τρικαλινός λογοτέχνης Γιάννης Τρίκκης (ο ιατρός Γιάννης Φίτσιος) σε λυρικό του πεζογράφημα που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Μετέωρα» του ΕΜΟΤ το 1947 αποδίδει με εξαιρετικά γλαφυρά το κλίμα των ημερών: «Τα περασμένα χρόνια χιόνιζε τα Χριστούγεννα. Έτσι θυμάμαι. Και τα Τρίκαλα τη μεγάλη νύχτα της αναμονής του θείου γεγονότος ήταν πάντα λευκά, εξαγνισμένα σαν τις ψυχές των καλών χριστιανών. Την παραμονή τα χιόνια είχαν αιματοβαφτεί από τα σφάγια σε κάθε αυλή. Αυτό δεν ήταν αμαρτία, ήταν η θυσία απόμακρη επιταγή λατρείας στον οποιονδήποτε Θεό ύστερα από νηστεία. Τ’ αθώα αίματα στη στιγμή ξεχρώμιαζαν και σκεπάζονταν από άλλο στρώμα χιονιού πριν νυκτώσει. Τη νύχτα, ώ άγια νύχτα ελπίδας, άναβαν φωτιές στα σπίτια μέσα στα τζάκια ν’ αργοψηθούν τα χοιρινά και από τα μπουχάρια να ξεπεταχθούν στον ουρανό ο καπνός κι’ η κνίσσα…»
Σε ένα λοιπόν τοπίο που θύμιζε πολύ περισσότερο… Χριστούγεννα απ’ ότι σήμερα, οι Τρικαλινοί και γενικότερα οι Δυτικοθεσσαλοί προετοιμάζονταν αρκετούς μήνες νωρίτερα για τις Άγιες μέρες, μια προετοιμασία που συνδέονταν άμεσα και με παραγωγικούς τομείς, κυρίως όσον αφορά τους κτηνοτροφικούς κλάδους που τόσο ανθούσαν στις περιοχές μας.
Η γουρνοχαρά και οι λιχουδιές της
Ήταν εξαιρετικά συνηθισμένη η εκτροφή γουρουνιών ήδη από τους θερινούς μήνες, μια συνήθεια που προέρχονταν όχι μόνο από την ανάγκη να γεμίσει το γιορτινό τραπέζι, αλλά και να εξασφαλισθεί η επάρκεια κρέατος και λίπους κατά τους χειμερινούς εν’ γένει μήνες.
Τα αποτελέσματα αυτής της οικιακής οικονομίας ήταν χειροπιαστά, εύγεστα και αληθινή γιορτή σε κάθε σπιτικό: Την γουρνοχαρά! Ο Τρικαλινός λαογράφος, συγγραφέας και ιστορικός Σωτήρης Γοργογέτας μας μεταφέρει την διαδικασία της: «Πολλοί στα χωριά είχαν αποκτήσει ειδικότητα στην χοιροσφαγή και συχνά συγκροτούσαν ομάδα που γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά για να επιτελέσει το έργο της. Η όλη επιχείρηση κατέληγε στη γουρνοχαρά, σε κοινό φαγοπότι και γλέντι μεταξύ συγγενών, φίλων και γειτόνων. Από το δέρμα του γουρουνιού κατασκευάζονταν τα γνωστά γουρνοτσάρουχα που φορούσαν επί το πλείστον στα πεδινά. Εικόνες παλιάς ζωής, μνήμες του παρελθόντος, οικογενειακές συνάξεις, φιλικές συναναστροφές, γιορταστική ατμόσφαιρα κλειστού χώρου, όπως το συνήθιζαν κάποτε και όπως επιβιώνει ακόμη σε κάποια χωριά των Τρικάλων».
Το κάθε γουρούνι σε εποχές πραγματικής οικιακής οικονομίας αποτελούσε εισόδημα και η αξία του μετριόνταν ανάλογα με τα πόσα κιλά κρέατος και πόσους τενεκέδες λίπος μπορούσε να αποδώσει. Πέρα λοιπόν από το κρέας του, από το κάθε γουρούνι παράγονταν τα λουκάνικα, τα μπουμπάρια και οι τσιγαρίδες με την ιδιαίτερη γεύση τους που αποτελούσαν αληθινή πρόκληση για μικρούς και μεγάλους! Οι τσιγαρίδες παρασκευάζονταν από το λίπος του χοιρινού, δηλαδή το ξίγκι (παστό), ενώ η διαδικασία γίνονταν συνοδεία τσίπουρου ή κρασιού από τους συνδαιτυμόνες μέχρι να βγει η πρώτη βράση.
Τα κρασιά και τα κρασοβάρελα
Μιας και αναφερθήκαμε σε οινοπνευματώδη ποτά, σημαντική ήταν και η προετοιμασία τους εν’ όψει των γιορτινών ημερών, δεδομένου ότι κανένα τραπέζι της εποχής δεν στερούνταν του κρασιού ή του τσίπουρου, που παρ’ όλες τις οικονομικές ανέχειες έρεε πάντοτε άφθονο.
Μια προετοιμασία που ξεκινούσε από την συγκομιδή των σταφυλιών ήδη από τους θερινούς μήνες, περνούσε από το πάτημά τους το Φθινόπωρο και κατέληγε στην αποθήκευση των νέων κρασιών στα περίφημα ξύλινα κρασοβάρελα. Οι παλιοί Τρικαλινοί οινοποιοί γνώριζαν ότι το ξύλινο βαρέλι είναι το μοναδικό μέσο για την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας. Γνώριζαν επίσης ότι η καθαριότητα και η απολύμανση των κρασοβάρελων έπαιζε καθοριστικό ρόλο για την παραγωγή εύγεστων κρασιών.
Οι εικόνες με τα κρασοβάρελα να πλένονται σχολαστικά στις όχθες του Ληθαίου ποταμού ήδη από τους θερινούς μήνες προκειμένου να είναι έτοιμα να δεχθούν το Φθινόπωρο τα νέα κρασιά είναι νωπές στις μνήμες των μεγαλύτερων σε ηλικία Τρικαλινών ακόμη και σήμερα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι αρκετοί παραγωγικοί κλάδοι τις τοπικής οικονομίας στις προ πεντηκονταετίας εποχές δραστηριοποιούνταν προσανατολιζόμενες να καλύψουν το Χριστουγεννιάτικο και Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι των Τρικαλινών και γενικότερα Δυτικοθεσσαλών!
Τα παλιά χασάπικα (δημοτική αγορά)
Δεν ήταν μόνο όμως οι στενά παραγωγικοί κλάδοι που προετοιμάζονταν (θα λέγαμε πυρετωδώς) για τις γιορτινές μέρες. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε και η διάθεση των προϊόντων, κυρίως των σφαχτών και σημείο αναφοράς στον τομέα αυτόν αποτελούσαν τα παλιά χασάπικα, δηλαδή η παλιά Δημοτική Αγορά, επί της τότε οδού Λαρίσης (νυν Βασ. Τσιτσάνη).
Το πέτρινο, μοναδικό στην πόλη κτίσμα με ανατολίτικη φυσιογνωμία, είχε κατασκευασθεί το 1890 επί Δημάρχου Γεωργίου Κανούτα σε σχέδια του μηχανικού Μένανδρου Ποτέσσαρου. Έχοντας τέσσερις θολωτές εισόδους, στο εσωτερικό του λειτουργούσαν 68 καταστήματα με διάφορες δραστηριότητες όπως κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, καφενεία, ουζοπωλεία, πατσατζίδικα κ.λπ.
Και εκείνες τις μέρες της προετοιμασίας του γιορτινού τραπεζιού στα «χασάπικα» στήνονταν ένα σωστό πανηγύρι! Το κλίμα μας το μεταφέρει ο αείμνηστος Τρικαλινός δημοσιογράφος και συγγραφέας Θεολόγης Ι. Τριανταφύλλου: «Μαδημένες γαλοπούλες λαμπροστολισμένες με κορδέλες και ελάτια του Ασπροποτάμου, γουρουνόπουλα και αρνάκια του γάλακτος κρεμόντουσαν σε ατέλειωτες σειρές στα τσιγκέλια. Και οι χασάπηδες με τις μακριές κάτασπρες ποδιές, με τα πελώρια μαχαίρια, πραγματικοί Ηρώδεις, να διαλαλούν με μακρόσυρτη φωνή:
– Γρρουνν!… γρρουνν!…
Και πότε-πότε κανένας με εύθυμο τόνο, σίγουρα… πεθερόπληκτος:
– Ε, ρε, τι έχω σήμερα! Γουρούνα τετράπαχη, σαν την… πεθερά μου!»
Αλλά και γενικότερα η Τρικαλινή αγορά «βογκούσε» όχι μόνο από όλα τα αγαθά αλλά και από τις φωνές των μικρών παιδιών (με κίνητρο κάποιο γλύκισμα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποιον οβολό, μην ξεχνιόμαστε), που την παραμονή των Χριστουγέννων δεν άφηναν πόρτα για πόρτα και σοκάκι για σοκάκι που να μην διαλαλήσουν τα κάλαντα:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου
να βγείτε για να μάθετε
πως ο Χριστός γεννιέται…»
Το πιο… ζεστό (και γλυκό) τραπέζι της χρονιάς
Η ημέρα των Χριστουγέννων, όπως και σήμερα, ξεκινούσε με τους ήχους από τις καμπάνες των εκκλησιών, με την διαφορά ότι τότε όλοι, μικροί και μεγάλοι προσέρχονταν στις Εκκλησίες της πόλης. Και όταν πια τέλειωνε η μεγάλη λειτουργία της Γεννήσεως, όλοι γύριζαν στο σπίτι να αρτυθούν ύστερα από την απαραίτητα μεγάλη νηστεία.
«Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πλούσιο σε εδέσματα: Κοτόσουπα, γουρουνόπουλο ψητό, γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα, πρασσοσέλινο χοιρινό, άσπρο τυρί και ντόπιο κρασί. Και ακολουθούσαν τα γλυκά και τα φρούτα, συνήθως πορτοκάλια, μανταρίνια και μήλα». (Η περιγραφή και πάλι από τον Θεολόγη Τριανταφύλλου).
Το γιορτινό τραπέζι διαρκούσε μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας, που έτσι κι αλλιώς τα Χριστούγεννα έχει διάρκεια. Η συνέχεια δίνονταν στα τζάκια των ευπόρων οικογενειών ή στις ξυλόσομπες των φτωχότερων. Ο ελληνικός καφές για τους μεγαλύτερους, το ψήσιμο των κάστανων για τους μικρότερους, τα κουλούρια και μπισκότα για όλους συνόδευαν τις ιστορίες, τα ανέκδοτα και τα παραμύθια με τα οποία οι γιαγιάδες έστελναν για ύπνο (και όνειρα γλυκά) τους πιτσιρικάδες της εποχής.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το trikalanews.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις