Αν κάτι οδηγεί στην διάσωση και στη διάδοση της ιστορίας μας αυτά είναι τα ήθη και τα έθιμα.
Ήθη και έθιμα για κάθε περίσταση, για κάθε περίοδο του χρόνου, για κάθε γιορτή!
Από άκρη σε άκρη, ολόκληρη η Ελλάδα είναι γεμάτη παραδόσεις, με μεγάλη ποικιλία ανά περιοχή, ακόμα και σε αυτά με τις ίδιες ρίζες! Τα περισσότερα σώζονται μέχρι και σήμερα χάρις το μεράκι και την θέληση των ντόπιων, που προσπαθούν να τα αναβιώνουν και να τα μεταφέρουν από γενιά σε γενιά.
Όπως καταγράφει το Τrikalanews.gr, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο δικό μας Γοργογύρι με τους Καρκάτζαλους της Πρωτοχρονιάς, όπως και σε άλλα χωριά με παρόμοια, και όχι μόνο, έθιμα.
Κάθε χρόνο, εδώ και τρεις και πλέον αιώνες, οι Καρκάτζαλοι ξεχύνονται στους δρόμους και τις γειτονιές του χωριού, αναβιώνοντας μνήμες, δίνοντας παράδειγμα για συνέχιση στους νεότερους και προσφέροντας χαμόγελα νοσταλγίας στους μεγαλύτερους!
Από την ηλικία των 10 ετών, μέχρι και… όσο πάει, κάτοικοι του Γοργογυρίου στήνουν το μπουλούκι τους, φτιάχνουν τα κοστούμια τους, φορούν τις κουδούνες τους και ξεσηκώνουν ολόκληρο το χωριό.
Δείτε εικόνες από την φετινή αναβίωση του εθίμου ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στο Γοργογύρι Τρικάλων
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο “ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ ΤΡΙΚΑΛΩΝ – ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ” του δάσκαλου Λεωνίδα Θ. Κωτούλα
« Τα Καρκατζάλια είναι έθιμο της Πρωτοχρονιάς, που διατηρείται στο χωριό μας και χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μικροί και μεγάλοι, ανύπαντροι και παντρεμένοι, προμηθεύονταν την κατάλληλη φορεσιά, που αποτελείται από το μπουραζάνι, την κάπα ή το μαλέτο, το κυπρί ή το κουδούνι ή το τσιουκάνι , την πάνινη προσωπίδα (μάσκα) και την κοσσιά. Το μπουραζάνι το φορούσαν πάνω από το παντελόνι για να προφυλάσσονταν από το κρύο.
Η κάπα ή το μαλέτο είχε κατσιούλα για να μπαίνει στο κεφάλι, έχουν άσπρο ή μαύρο ή καφέ χρώμα, είναι από τράϊο μαλλί και φοριόνταν πάνω από όλα τα άλλα ρούχα. Όλα μαζί αυτά μπαίνουν μέσα στο μπουραζάνι για να φαίνεται ο Καρκάτζαλος πιο χονδρός και να μην αναγνωριζόταν.
Τα κυπριά τα κρεμούσαν στο στήθος και τα κουδούνια ή τα τσιουκάνια στη μέση. Η προσωπίδα ράβεται την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πάνω της ράβουν φρύδια, μουστάκια και γένια από τα άσπρα μαλλιά του προβάτου.
Στο χέρι ο καθένας κρατούσε κοσσιά για να κόβει μια τούφα από τα μαλλιά των κοριτσιών, τρουβάδες για να βάζουν τα τζαφάρια, τα λουκάνικα και τις παππαδίτσες και ένα κακάβι για να μαζεύουν τη λίπα. Πίστευαν πως, αφού ο διάβολος ντύνεται, παραμορφώνεται και είναι δαίμονας, έτσι και ο άνθρωπος κρύβει τα μάτια του, βάζει πάνω του διάφορα σκέρτσα (κόλπα) και κάνει θόρυβο με τα «σαϊτανικά» κουδούνια και κυπριά που φορούν στα γίδια.
Όλη η διαδικασία του εθίμου αρχίζει την Παραμονή των Χριστουγέννων. Κάθε απόγευμα, πριν αρχίσει να σουρουπώνει παρέες από αγόρια πηγαίναν με κουδούνια και κυπριά στις γύρω ράχες (ράχη Νταλαγέωργου – Ταψί, ράχη Αθανασίου Γκοβίνα, Καστρί και αλλού), κάθονταν πολλές ώρες, τα βροντούσαν για να φύγουν τα Παγανά από το χωριό και θυμίζαν ότι την Πρωτοχρονιά θα περάσουν από τα σπίτια και πρέπει να τους βρουν όλους εκεί.
Οι παρέες σχολίαζαν τους ήχους και τη μελωδία κάθε κουδουνιού ή κυπριού ξεχωριστά ή μαζί. Όσων ακούγονταν φάλτσα προσπαθούσαν να βρουν ένα άλλο που να ταιριάζει.
Αυτά τα έπαιρναν από το σπίτι τους ή τα δανείζονταν από συγχωριανούς τους και κάθε Καρκάτζαλος κοιτούσε να έχει το μεγαλύτερο κυπρί ή την μεγαλύτερη κουδούνα. Σουρουπώνοντας παραμονή Πρωτοχρονιάς στις ράχες αυτές θα ετοίμαζαν νωρίς τις θυμωνιές, θα άναβαν φωτιές για να φανούν σε όλο το χωριό και θα βροντούσαν τα κουδούνια. Αποβραδίς θα ετοίμαζαν κι όλες τις φορεσιές.
Τις πρώτες ώρες της Πρωτοχρονιάς συγκεντρώνονταν κάθε παρέα σε ένα σπίτι και θα βοηθούσε ο ένας τον άλλο να ντυθεί. Όλοι κανόνιζαν να έχουν την ίδια ενδυμασία για να μην αναγνωρίζονται.
Επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού καθώς και των γύρω χωριών. Η επίσκεψη γινόταν με τα πόδια, τρέχοντας και κάνοντας θόρυβο σκορπώντας στο πέρασμα τους τον πανικό ιδίως στα γυναικόπαιδα τα οποία κλείνονταν στα σπίτια. Αν συναντούσαν ηλικιωμένο τον περικύκλωναν, τον χαιρετούσαν περιπαίζοντας τον με τις κοσσιές κι αυτός θα τους φιλοδώριζε με ό,τι είχε.
Για τον νοικοκύρη η επίσκεψη των ήταν μεγάλη ευχαρίστηση καθώς οι περισσότεροι αυτών ήταν κτηνοτρόφοι και ο ήχος των κυπριών και των κουδουνιών ήταν κάτι ξεχωριστό γι αυτούς. Σε κάθε σπίτι τους πρόσφεραν κρέας, λουκάνικα, τσιγαρίδες από τη γουρνοχαρά των Χριστουγέννων, ποτό ή χρήματα.
Οι νοικοκυραίοι περίμεναν στην εξώπορτα και πρόσεχαν τους Καρκάτζαλους μην τους κόψουν και πάρουν τα λουκάνικα από το μπαλκόνι. Όποιο σπίτι είχε κορίτσι θα έβαζαν ένα Καρκάτζαλο να του κόψει μια τούφα μαλλιά για να τα βάλει στο χαϊμαλί της για να παντρευτεί την ίδια χρονιά. Φεύγοντας αντάλλαζαν ευχές για καλή χρονιά με υγεία!
Μπροστά στα πειράγματα και τις σκανταλιές του εθίμου αυτού θέλουμε να δείξουμε ότι μέσα μας έχουμε όλοι μας από ένα μικρό «Καρκατζαλάκι» που θέλει να πειράξει και να κάνει κακό αλλά τον κρατάει η αγάπη για το καλό! »
Φωτογραφίες Αλέξανδρος Ζωγράφος