Αναμφισβήτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αυτονόητο πως η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων. Και μάλιστα «ιερό» δικαίωμα, γιατί η νομιμοποίησή της από την κρατική εξουσία, κατακτήθηκε με μακροχρόνιους αγώνες, βίαιες συγκρούσεις και ανθρώπινες θυσίες της εργατικής τάξης. Κι είναι ένα ισχυρό όπλο πίεσης απέναντι στην οποιαδήποτε εργοδοσία, είτε των ιδιωτικών επιχειρήσεων είτε του κράτους, όταν αυτό λειτουργεί ως εργοδότης.
Σήμερα πολύς θόρυβος γίνεται, με αφορμή την εισήγηση στη βουλή σχετικής με την απεργία τροπολογίας. Πρόκειται για την επαναφορά του περιβόητου «άρθρου 4», που θέσπισε τη δεκαετία του ’80 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Δεν κατανοώ την απαράδεκτη πολιτικάντικη τακτική του αρμόδιου υπουργού να αποσύρει την τροπολογία. Τέτοιες ενέργειες θα ’πρεπε ν’ ανήκουν στο παρελθόν.
Το χειρότερο όμως είναι τo ότι ήρθε στη βουλή ως μνημονιακή υποχρέωση και κάτω από την πίεση των τροϊκανών. Αδυνατούμε άραγε να ρυθμίσουμε τέτοια απλά ζητήματα;
Τα κόμματα και τα συνδικάτα που, ως γνωστόν, με τη συμπεριφορά τους συνέβαλαν τα μέγιστα στην απαξίωση και τον εκφυλισμό της έννοιας της απεργίας, έχουν βέβαια κάθε δικαίωμα να αντιδρούν στην ψήφιση της σχετικής τροπολογίας, όμως με ποια επιχειρήματα θα μας πείσουν ότι έχουν δίκιο;
Από πού κι ως πού, είναι αντιδημοκρατικό και αντιαπεργιακό το να αποφασίζει η απόλυτη πλειοψηφία (50%+1) κλάδου εργαζομένων;
Μήπως θα ’πρεπε να θεσπιστεί και επαύξηση πάνω από την απόλυτη πλειοψηφία για μια τόσο σοβαρή υπόθεση;
Τέλος, ποια είναι η θέση τους για τη σημερινή θλιβερή πραγματικότητα του συνδικαλισμού, όταν παίρνονται αποφάσεις για απεργία σε γενικές συνελεύσεις (συχνά χωρίς απαρτία), από μια ισχνή μειοψηφία και την ίδια ώρα η πλειοψηφία να απολαμβάνει τον καφέ ή να περιφέρεται στην αγορά;
Φαλαγκάρας Σταύρος, εκπαιδευτικός