Έγινε πια παράδοση η διήμερη εκδρομή του συλλόγου μας λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Παράδοση επίσης έγινε και η αναζήτηση νέων άγνωστων προορισμών και εμπειριών.
Για φέτος επιλέξαμε για προορισμό μας την κοιλάδα του Αξιού ή αλλιώς Βαρδάρη. Ένα νυχτερινό πέρασμά μας από εκεί, πριν κάμποσα χρόνια, με το τρένο για το Βελιγράδι, μας είχε χαρίσει μια πολύ ωραία εικόνα της πόλης των Βελεσών (σημερινό Βέλες), αμφιθεατρικά κτισμένης στις δύο όχθες του ποταμού με όλα της τα φώτα αναμμένα.
Είπαμε λοιπόν φέτος να δώσουμε μια ακόμα ευκαιρία και με το φως της μέρας στην πόλη, που από τα Βυζαντινά χρόνια είχε ελληνική παρουσία και που στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, απόκτησε μεγάλη ανθηρή βλάχικη κοινότητα, από Βλάχους που ήρθαν από τη Μοσχόπολη σε δυο κύματα, το 1769 και το 1788, μετά την καταστροφή της ξακουστής εκείνης πόλης.
Πρώτος σταθμός στο ταξίδι μας ήταν η πόλη της Γευγελής αμέσως μετά τα σύνορα με την επίσης πλούσια ελληνική παρουσία μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Τώρα πια, λίγα είναι τα απομεινάρια εκείνης της εποχής. Σήμερα εκεί ακμάζουν τα καζίνο και για ευνόητους λόγους οι κλινικές οδοντιατρικής και φυσικά τα βενζινάδικα.
Δεύτερος σταθμός μας ήταν ο αρχαιολογικός χώρος των Στόβων της αρχαίας πόλης της Παιονίας που όταν κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Δεύτερης Μακεδονίας (Macedonia Salutaris ή Macedonia Secunda).
Ξεναγηθήκαμε στον χώρο, χωρίς όμως να μπορέσουμε να δούμε τα περίφημα ψηφιδωτά, που τον χειμώνα καλύπτονται με ένα παχύ στρώμα άμμου για να μην καταστραφούν από τον παγετό.
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε και μετά από μια ώρα περίπου φτάσαμε στο Βέλες στα δύο ξενοδοχεία μας.
Για το βράδυ είχαμε οργανώσει δείπνο με μια μικρή ορχήστρα που μας χάρισε ωραία ντόπια βαλκανική και όχι μόνο μουσική. Όσοι από μας ήθελαν περιηγήθηκαν στις δύο όχθες του Αξιού με τη μεγάλη μεταλλική πεζογέφυρα που στέκεται κάτω απ’ τον πύργο του ρολογιού και στη συνέχεια ανηφόρησαν προς την κεντρική πλατεία με την εκκλησία των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου.
Το πρωί της Κυριακής συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τον βορά για να φτάσουμε στα Σκόπια στην πρωτεύουσα της χώρας.
Η περιήγησή μας ξεκίνησε από το κάστρο με την πανοραμική θέα προς την πόλη, συνεχίστηκε στο κέντρο της, στην ιστορική μεγάλη πέτρινη γέφυρα που αποτελεί το σύμβολο της πόλης, στην παλιά αγορά, στο μουσείο της Μητέρας Τερέζα και στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό που στέκεται πια ο μισός με το ρολόι του σταματημένο στις 5 και 15 το πρωί της 26ης Ιουλίου του 1963, όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός με τους 1000 νεκρούς και τους 200.000 άστεγους.
Στις τρεις και μισή το μεσημέρι επιβιβαστήκαμε στο τρένο και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας προς τον νότο.
Η σύγχρονη αυτοκινητάμαξα γλιστρούσε στην παλιά σιδηροδρομική γραμμή δίπλα ακριβώς στη δεξιά όχθη του ποταμού μέχρι το Βέλες. Εκεί στρίψαμε δεξιά για να ανηφορίσουμε προς το βουνό Μπάμπουνα όπου η σιδηροδρομική γραμμή αποτελεί και το μόνο συγκοινωνιακό μέσο για τους λιγοστούς κατοίκους που έχουν μείνει πια στα χωριά. Η νύχτα μας βρήκε στην ιστορική Μπογκομίλα όνομα που το κεφαλοχώρι αυτό κληρονόμησε από τους Βογόμιλους και που σήμερα έχει 500 μόνο κατοίκους έναντι 5000 που είχε παλιότερα.
Με τον ερχομό της νύχτας έχασε και το σιδηροδρομικό ταξίδι μας το ενδιαφέρον του, αλλά έπρεπε να περιμένουμε άλλα τρία τέταρτα της ώρας για να κατεβούμε στο οροπέδιο της Πελαγονίας, ώστε να φτάσουμε στο Πρίλεπ για να ξανασυναντήσουμε τα πούλμαν. Όταν επιτέλους φτάσαμε κάναμε και μια βόλτα στην καθαρή και περιποιημένη κεντρική πλατεία της πόλης με τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, ήπιαμε κι από έναν καφέ και αναχωρήσαμε μέσω Μοναστηρίου (Μπίτολα) για τα Τρίκαλα όπου ήρθαμε αργά το βράδυ.
Ο Σύλλογος ευχαριστεί θερμά όλους όσους συμμετείχαν στην εκδρομή μας και τους εύχεται καλές γιορτές και ακόμα καλύτερες εξορμήσεις στο μέλλον.
Θερμές επίσης ευχαριστίες και στο πρακτορείο Λίπας για την άψογη για άλλη μια φορά συνεργασία.