Ο Λόρκα ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.
Στη Γρανάδα σπουδάζει στο «Colegio del Sagrado Corazón», το οποίο διευθύνεται από έναν ξάδερφο της μητέρας του, και το 1914 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο φοιτώντας αρχικά στη Νομική σχολή (για να ακολουθήσει την επιθυμία του πατέρα του περισσότερο), για να περάσει μετά στη φιλολογία. Γνωρίζει τις περιοχές των τσιγγάνων (gitani) της πόλης που έγιναν μέρος της ποίησής του όπως αποδεικνύεται από το Romancero του 1928. Το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, οι «Εντυπώσεις και Τοπία», δημοσιεύεται το 1918, αλλά είχε επιτυχία μόνο σε τοπικό επίπεδο.
Το 1919 φτάνει στη Μαδρίτη για να συνεχίσει τις σπουδές του, κατοικώντας κοντά στην περίφημη Residencia de Estudiantes. Στο πανεπιστήμιο συνάπτει φιλία με τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Σαλβαδόρ Νταλί, όπως και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες. Μεταξύ αυτών και ο Γκρεγόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα, ο διευθυντής τού Teatro Eslava. Από δική του πρόσκληση ο Λόρκα γράφει και σκηνοθετεί το 1919-20 το πρώτο του έργο, Τα μάγια της πεταλούδας, το οποίο όμως δεν είχε θετική αποδοχή.
Στο ίδρυμα Residencia ο Γκαρθία Λόρκα παραμένει εννιά χρόνια (μέχρι το 1928), εξαιρώντας τη διαμονή του κάθε καλοκαίρι στη Ουέρτα Δε Σαν Βιθέντε όπου βρισκόταν το εξοχικό του, και μερικά ταξίδια στη Βαρκελώνη. Εκεί, στην περιοχή Καδακές φιλοξενείται από τον Σαλβαδόρ Νταλί, με τον οποίο τον δένει σχέση εκτίμησης και φιλίας. Η σχέση αυτή έλαβε από την πλευρά του Λόρκα και ερωτικό χαρακτήρα.
Τη διετία 1929-1930, ο Λόρκα έζησε στη Νέα Υόρκη στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Μη μπορώντας να μιλήσει αγγλικά, υπέστη ένα πολιτιστικό σοκ, την κατάρρευση του προσωπικού του κόσμου, ενώ ήταν μάρτυρας του οικονομικού κραχ της Γουόλ Στριτ. Οι εμπειρίες του αυτές μετουσιώθηκαν στο ποιητικό του έργο «Ένας ποιητής στη Νέα Υόρκη» («Poeta en Nueva York»), που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1940. Η φρίκη του ποιητή για ό,τι θεωρούσε ως θάνατο της ζωής ενός μηχανοποιημένου πολιτισμού μεταφέρεται με τον αντιστικτικό συνδυασμό βάναυσων και βασανιστικών εικόνων.
Όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ο Γκαρθία Λόρκα αναχώρησε από τη Μαδρίτη για τη Γρανάδα με σκοπό να αποχαιρετίσει τον πατέρα του. Ωστόσο, ο Γκαρθία Λόρκα και ο κουνιάδος του, που ήταν ο σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας. Συνελήφθησαν ενώ βρίσκονταν στο σπίτι των Ροσάλες, φαλαγγιτών φίλων τους. Στις 17 Αυγούστου 1936 συνελήφθη από τους οπαδούς (φαλαγγίτες) του Φράνκο και την επομένη εκτελέστηκε. Το ξημέρωμα της 18ης Αυγούστου 1936, παραστρατιωτικοί του πολιτικού κινήματος CEDA πυροβόλησαν τον Γκαρθία Λόρκα λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Τον ‘πέταξαν’ σε ανώνυμο τάφο στην περιοχή Φουεντεγράνδε δε Αλφακάρ στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.
Για τη δολοφονία κατηγορήθηκαν ακροδεξιοί πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι, μέλη επιφανών οικογενειών της Γρανάδας, καθώς και κάποιοι προερχόμενοι από την άκρως συντηρητική οικογένεια του πατέρα του, οι οποίοι ήταν έξαλλοι με τον πατέρα και ως εκδίκηση σκότωσαν τον γιο. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ…