Γράφει ο φιλόλογος Ευθύμιος Αθ. Κουφογιάννης
Τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα του δωδεκαήμερου έχουν σχεδόν εκλείψει από τη Θεσσαλία και γενικότερα την ελληνική επαρχία.
Σ’ ότι αφορά την Πρωτοχρονιά σε παλαιότερες εποχές, όχι και τόσο μακρινές από το σήμερα, στα Μεγάλα Καλύβια και σ’ όλα τα καμποχώρια της περιοχής μας η υποδοχή του νέου έτους ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας.
Την παραμονή της Πρωτοχροvιάς όλες οι γυναίκες του χωριού, κορίτσια, παντρεμένες και γριές, ζύμωναν τις κουλούρες του Αϊ – Βασίλη, τις βασιλοκλούρες.
Από το πρωί ετοίμαζαν τα απαραίτητα σύνεργα, σκαφίδια, ταψιά, καλές σίτες, τάβλες, μεσάλια. ‘Εβγαζαν το αλεύρι από το αμπαράκι και άρχισαν να το κοσκινίζουν με την καλή σίτα. Κατόπιν άλλη γυναίκα ζύμωνε στο ταψί κι άλλη στο σκαφίδι.
Aφoύ γινόταν το προζύμι όπως ήθελαν και έπλαθαν τις κουλούρες, τις σκέπαζαν με κουβέρτες. Κατά το qπόγεuμα άναβαν τις γάστρες με τις βουνιές και αφού έκαιγαν καλά, έριχναν μέσα και έψηναν τις κουλούρες.
Μόλις άρχισαν να ροδοκοκκινίζουν λιγάκι, τις άλειφαν από την πάνω μεριά με ζάχαρη και νερό για να φτιάξει νόστιμη πέτσα. Κάθε νοικοκυρά έκανε τουλάχιστον τρεις κουλούρες: για τα ζώα, για την εκκλησία και το σπίτι.
Ήταν οι Βασιλοκουλούρες που σuμβόλιζαν τα δώρα του Αϊ Βασίλη για τη νέα χρονιά.
Η κουλούρα για τα ζώα είχε πάνω της σχεδιασμένα τον τσοπάνο με τα πρόβατα και το μαντρί. Πριν ξημερώσει η Πρωτοχρονιά, ένας άντρας από κάθε οικογένεια που είχε πρόβατα, έβαζε στον τροβά την κουλούρα, έναν κοκοτσέλο (μικρό κόκκορα) ψητό, ένα κλειδοπίνακο τυρί, μια γαράφα κρασί, τσιγάρα, φρούτα και ξεκινούσε να πάει στον τσοπάνο που φύλαγε τα πρόβατα. Να σημειωθεί ότι πριν ξεκινήσει από το σπίτι έριχνε μερικές ντουφεκιές στον αέρα. Τ
ο ίδιο όταν έφτανε και στο μαντρί. Η χαρά του τσοπάνου ήταν απερίγραπτη μόλις έβλεπε τα δώρα.
‘Έπαιρνε την κουλούρα, την τσάκιζε στη ράχη του κριαριού και έδινε από ένα κομμάτι στα πρόβατα για να είναι γερά.
Την υπόλοιπη κουλούρα την κρατούσε για να τη φάει μόνος του ή παρέα μ’ άλλους βοσκούς.
Η δεύτερη κουλούρα, για την εκκλησία, ήταν καλοζυμωμένη.
Η γριά ή η μεγαλύτερη γυναίκα έστρωνε μια κανίστρα με ωραίο μεσάλι, έκοβε την κουλούρα σε τετράγωνα κομμάτια και μαζί μ’ ένα πιάτο τυρί ή κοτόπουλο βρασμένο τα έβαζε στην κανίστρα και ξεκινούσε για να πάει στην εκκλησία το πρωί και να τα μοιράσει.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, γέροι και νέοι έπαιρναν τη θέση τους στον προθάλαμο της εκκλησίας για να δεχθούν τα καλούδια.
Οι παππούδες άνοιγαν τα μαντήλια τους και προσπαθούσαν να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερο κομμάτια από τυρί και κοτόπουλο.
Όταν τελείωνε το μοίρασμα οι γυναίκες άλλαζαν μεταξύ τους τα κομμάτια που είχαν περισσέψει και τα έπαιρναν στο σπίτι.
Η τρίτη κουλούρα ήταν για τις ανάγκες του σπιτιού.
Έφτιαχναν διάφορες παραστάσεις πάνω της με ζυμάρι σκηνές από την αγροτική ζωή και αγροτικά εργαλεία.
Ο αρχηγός του σπιτιού ή ο μεγαλύτερος γιος νωρίς το πρωί ή μετά την εκκλησία, το μεσημέρι πήγαινε στο στάβλο και έσπαζε την κουλούρα στο κέρατο του βοδιού και έδινε από ένα κομματάκι σ’ όλα τα ζώα. Την υπόλοιπη την κρατούσε για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Επίσης, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν και τη βασιλόπιτα. Κοσκινούσαν ένα – δύο γκαμπράνια αλεύρι, ύστερα ζύμωναν κι έφτιαχναν πέτρα (μικρά κομμάτια προζυμιού). ‘
Έπειτα άνοιγαν φύλλα πάνω στα οποία άπλωναν μπλουγούρι (πληγούρι) και κομματάκια χοιρινού κρέατος από το γουρούνι που είχαν σφάξει τα Χριστούγεννα.
Μέσα στην βασιλόπιτα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κληματόξυλο, ένα κομμάτι άχυρο και μαλλί. Στο τέλος οι νοικοκυρές κεντούσαν τη βασιλόπιτα με το πηρούνι φτιάχνοντας διάφορα σχέδια και την έβαζαν στη γάστρα για να ψηθεί.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, το μεσημέρι, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το μαχαίρι και έκοβε τη βασιλόπιτα σε τετράγωνα κομμάτια αφού χάραζε πάνω της το σχήμα του σταυρού.
Όποιος έβρισκε το φλουρί σήμαινε ότι θ’ αποκτούσε πολλά χρήματα τη νέα χρονιά, αυτός που πετύχαινε το άχυρο θα είχε καλή σοδειά από τα χωράφια, αυτός με το κληματόξυλο θα είχε πολύ κρασί και αυτός με το μαλλί πολλά πρόβατα.
Τέλος, κυρίως οι γυναίκες, τραγουδούσαν και το παρακάτω παραδοσιακό τραγούδι της πρωτοχρονιάς:
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
– Βασίλη μ’ απούθε έρχεσαι και απούθε κατεβαίνεις;
– Από τη μάνα μ’ έρχομαι στο δάσκαλο παένω
– Αν είσαι και γραμματικός πες μας την αλφαβήτα
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόλυσε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα, χρυσοκομποδιασμένα.
Πηγές
Κουφογιάννη Ευθ., 2010, Η προφορική λαϊκή παράδοση των Μεγάλων Καλυβίων Τρικάλων στο ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, τ. 57, Λάρισα.
Κουφογιάννη Ευθ., 1997, Ήθη και έθιμα των μεγάλων Καλυβίων στο «ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΛΥΒΙΑ», εφημ. ΕΛΟΚ, Τρίκαλα.