Το πολυνομοσχέδιο για την υγεία επιχειρεί να απαντήσει στις κρίσιμες ανάγκες του δημοσίου συστήματος υγείας με απολύτως ανεπαρκή και παράλογο τρόπο. Αντί να προωθηθούν συγκεκριμένα μέτρα για την ισχυροποίηση της θέσης των υγειονομικών λειτουργών μέσα στο σύστημα και για την κάλυψη των κρίσιμων αναγκών των ασθενών, η κυβέρνηση προάγει την ιδιωτικοποίηση του, μέσα από το άνοιγμα στον ιδιωτικό τομέα της υγείας.
Αντί να θεσπιστούν ουσιαστικά μισθολογικά και μη μισθολογικά κίνητρα για την στελέχωση των δημοσίων δομών υγείας σε απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές, νομοθετείται η δυνατότητα μερικής απασχόλησης ιδιωτών ιατρών κι αντίστοιχα η δυνατότητα εξωτερικού ιδιωτικού ιατρείου στους ιατρούς του ΕΣΥ.
Είναι σίγουρο ότι αυτές οι ρυθμίσεις δεν θα απαλύνουν τα σημαντικά κενά του συστήματος σε ιατρικές ειδικότητες ενώ θα εντείνουν την εργασιακή πίεση στους ιατρούς, οι οποίοι θα αναγκαστούν να καταφύγουν στον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη των απωλειών του εισοδήματός τους και ταυτόχρονα είναι πιθανό να κλονίσουν τον δημόσιο κι απόλυτο χαρακτήρα της δωρεάν πρόσβασης στο σύστημα υγείας.
Η θέση μας είναι ότι θα πρέπει να δοθούν ουσιαστικά κίνητρα στους ιατρούς, αλλά και στο σύνολο των υγειονομικών λειτουργών, ώστε να ενταχθούν στο δημόσιο σύστημα υγείας, μέσα από μισθολογικές αυξήσεις, -υψηλότερες του πληθωρισμού-, μέσα από την δυνατότητα ταχύτερης επαγγελματικής κι επιστημονικής εξέλιξης και μέσα από την βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η μονιμοποίηση όλων των επικουρικών στελεχών που υπηρετούν στις δημόσιες δομές υγείας και να κρατηθούν ανοικτές τις προκηρύξεις σε όλες τις υγειονομικές δομές που παρουσιάζουν σοβαρά κενά. Όπως και να έχει το δημόσιο σύστημα υγείας θα πρέπει να προστατευτεί κι αυτό είναι εφικτό μόνο με μία άλλη κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.