Γιορτή του Πατέρα εχθές, αλλά επισκιάστηκε από την επαίσχυντη υπογραφή της Ελληνικής Κυβέρνησης για το "Μακεδονικό".
Με τον κ. Τσίπρα και την παρέα του, να ξεπουλάνε το όνομα, τη γλώσσα και την εθνική κληρονομιά της Μακεδονίας μας, προκειμένου να εξασφαλίσουν μνημονιακά ανταλλάγματα ελάφρυνσης για την προδοτική διαπραγματευτική ενδοτικότητά τους. Ο συγκυβερνήτης του κ. Πρωθυπουργού, Πάνος Καμμένος, καταψηφίζει τη συμφωνία για το όνομα….αλλά στηρίζει την Κυβέρνηση.
Όσο, όμως τραγελαφικό και αν είναι το μείγμα αβελτηρίας, εθνικής επικινδυνότητας και εξουσιομανίας, της σημερινής συγκυβέρνησης, η βαθιά ελληνική Μακεδονική κληρονομιά δεν αλλοιώνεται ούτε παραχαράσσεται. Και θα την διατρανώνουμε σε κάθε ευκαιρία.
Θέλοντας να τιμήσω τη σημαντική αυτή «Ημέρα του Πατέρα», χωρίς, όμως, να μεταφέρω το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος από την καταστροφική εθνική μειοδοσία της σημερινής Κυβέρνησης, σε ετήσιες γιορταστικές επετείους, θα ήθελα να αναφερθώ στον Φίλιππο Β’, τον Βασιλιά της αρχαίας, Ελληνικής Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αποσπάσματα από το βραβευμένο σε Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, το 2009, Διήγημά μου, με τίτλο "Ο ασημένιος βώλος", τα οποία αναφέρονται σε αυτόν, αφιερώνοντας, τη Γιορτή του Πατέρα, για το 2018, όχι μόνον στις αγαπημένες σχέσεις πατέρα -παιδιών και ειδικότερα, πατέρα – γιου, αλλά και σε εκείνες όπου οι δυνατές προσωπικότητες αμφοτέρων, δημιουργούν εντάσεις, όπως είχε συμβεί κάποιες φορές και ανάμεσα στον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο…
"….Ένιωσε τα χέρια του Αρίστανδρου να του χαϊδεύουν τα μουσκεμένα του μαλλιά, όπως τότε, όταν ήταν παιδί και του εξηγούσε στις Αιγές τα μυστικά του ουράνιου θόλου. Ύστερα ο μάντης έδεσε στο κεφάλι του, που φλεγόταν αδιάκοπα στο καμίνι του πυρετού, τη μεταξωτή κορδέλα με τα δύο κέρατα του Άμμωνα και έφερε πλάι στο κρεβάτι του μια ασημένια λεκάνη με νερό για να του δροσίσουν ξανά το μέτωπο….
Μέσα απ’ τις σκοτεινές γωνιές των μαντείων του μυαλού του ο αρχιερέας του Άμμωνα του μιλούσε τώρα για ένα μικρό έθνος στα βόρεια της Ελλάδας που καπηλεύονταν το όνομα της Μακεδονίας του και το χρυσό αστέρι από τη σαρκοφάγο του πατέρα του. Του έλεγε για μεγάλα σιδερένια πουλιά με νύχια από ατσάλι και ανάσα από φωτιά που χτυπιούνται σαν γρύπες και σαν άρπυες πάνω από το Αιγαίο.
Μα ο Αλέξανδρος δεν άκουγε. Οι ναοί της σκέψης του καιγόταν απ’ τον πυρετό, όπως ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσσο, το βράδυ της γέννησής του. Τόση φωτιά κι όμως ο ίδιος κρύωνε. Ανάμεσα στις θαμπές σιλουέτες των στρατιωτών που διάβαιναν από μπροστά του διέκρινε τρεις γνώριμες φιγούρες που βάδιζαν μαζί. Τον Ηφαιστίωνα, τον Κλείτο και τον Φίλιππο….
Έπλεε πια στον Αχέροντα. Το παράστημα του πατέρα του δεν ήταν πια σκυφτό και τρεκλίζον. Το λαβωμένο μάτι του δεν σκεπαζόταν πια απ’ τον μαύρο επίδεσμο αλλά αστραποβολούσε μαζί με το άλλο, σαν τα δύο αστροπελέκια που σημάδεψαν τον ουρανό τη νύχτα που γεννήθηκε ο γιος του. Το πόδι του δεν κούτσαινε. Πλησίασε το κρεβάτι του.
Ο Αλέξανδρος κρύωνε αβάσταχτα. Ένιωσε τον πατέρα του να τον σκεπάζει απαλά. Ύστερα να χτυπάει τη γροθιά του στον μηρό για να τού δείξει πως είναι κούφιος. Ένιωσε το σώμα του να χάνεται σιγά-σιγά, να μικραίνει, να διαλύεται και να ξανασχηματίζεται άπειρες φορές, σαν αερικό, ώσπου στο τέλος κρύφτηκε μέσα στον μηρό του πατέρα του.
Δεν κρύωνε πια. Τέντωσε τα χέρια του έξω απ’ το κρεβάτι κι απόμεινε έτσι, σαν τον σταυρωμένο Διόνυσο απ’ τη Μεσσήνη, σαν τον Υιό του Ανθρώπου από τη Ναζαρέτ. Τα βλέφαρά του βάρυναν αλλά δεν ήθελε να κοιμηθεί ακόμη…..
Απόκαμε να χαιρετά κι άπλωσε το χέρι του έξω από το κρεβάτι, όπως έκανε μικρός, υποταγμένος στα πνευματικά γυμνάσια του Λεωνίδα. Αυτού του αυστηρού Ηπειρώτη παιδαγωγού, με τις σπαρτιάτικες μεθόδους, που η μάνα του, η Ολυμπιάδα, τον είχε φέρει στην ακολουθία της και ο οποίος, αφού τον σκληραγωγούσε όλη μέρα με έναν σωρό σωματικές ασκήσεις, τη νύχτα τον υποχρέωνε να ξαπλώνει, κρατώντας το χέρι του τεντωμένο πάνω από μια αργυρή λεκάνη, με έναν ασημένιο βώλο στα δάχτυλά του. Όταν ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρά του, ο βώλος έπεφτε κι εκείνος ξυπνούσε για να συλλογιστεί τις πνευματικές ασκήσεις και τα μαθηματικά προβλήματα του δασκάλου του.
Τώρα, παρόλο που ένιωθε τα βλέφαρά του πιο βαριά και από αυτές ακόμα τις πύλες της Βαβυλώνας, δεν χρειαζόταν τον ασημένιο βώλο για να τον κρατήσει ξύπνιο….
Ήταν το φίδι που γλιστρούσε μαργιόλικα ανάμεσα στους λευκούς μηρούς της μητέρας του, μέσα στο ανάκτορο της Πέλλας, όταν ο Άμμωνας ήθελε να ενωθεί με την ιέρειά του. Ήταν η ίδια διονυσιακή τρέλα που θόλωσε και το μυαλό του Φιλίππου όταν σε εκείνο το συμπόσιο τράβηξε το σπαθί του για να υπερασπιστεί τον Άτταλο και ορμώντας προς το μέρος του σωριάστηκε στα τραπέζια, ανάμεσα στις κούπες, τις εταίρες και τα φαγητά.
Από εκείνη τη βραδιά ορκίστηκε πως δεν θα άφηνε τον αληθινό, τον θεϊκό του πατέρα να διαλέξει αλλουνού το μέρος, εκτός απ’ το δικό του. Να αγαπήσει άλλον, θνητό ή αθάνατο, θεό ή ημίθεο ή άλλον γιο. Η καρδιά του Δία-Άμμωνα θα ήταν πάντα δική του.
Γι’ αυτό διαπέρασε με το δόρυ του το αγαπημένο στήθος του Κλείτου, όταν εκείνος αμφισβήτησε τη θεϊκή του καταγωγή. Γι’ αυτό μίλησε με πύρινα λόγια στους στρατιώτες του, στις όχθες του Υφάση, ζητώντας τους να διαβούν τον ποταμό και να προχωρήσουν ακόμη πιο βαθιά στην Ινδία ξεπερνώντας τα όρια όπου είχε φτάσει ο Διόνυσος.
Γι’ αυτό κρυβότανε τρομαγμένος στην αγκαλιά της Ολυμπιάδας, αποστρεφόμενος το μονόφθαλμο πρόσωπο του Φιλίππου. Γύρευε να κουλουριαστεί και αυτός σαν το φίδι, στην αγκαλιά της μάνας του και να χωθεί στη γλυκιά μυρωδιά της, που κουβαλούσε τ’ ανθισμένα αρώματα από το ιερό της Δωδώνης και τη θαλασσινή αύρα των ναών της Σαμοθράκης, μακριά από την οσμή της μάχης, του αίματος και του κρασιού που ανέδιδε η άγρια γενειάδα του Φιλίππου.
Κι όταν σιγά-σιγά μεγάλωσε και αναθαρρώντας άρχιζε να πλησιάζει τον πατέρα του, καμάρωνε το δυνατό του σώμα, άκουγε τη στεντόρεια φωνή να δίνει αιχμηρές και ευθύβολες εντολές κι ερχόταν πάντοτε κοντά του απ’ την πλευρά του κουτσού του ποδιού, άγγιζε το μυώδες, τριχωτό άκρο και χτύπαγε με τις γροθίτσες του την πατρική σάρκα, λες και ήθελε να διαπιστώσει αν ο μηρός του Φιλίππου ήτανε κούφιος, για να τον κρύψει μέσα του, όπως ο Δίας τον Διόνυσο όταν καιγόταν η Σεμέλη.
Ένιωθε το μέτωπο του να καίει από τον πυρετό, όπως φλογιζόταν και στην έρημο της Λιβύης, σε εκείνη την ατέλειωτη πορεία προς την όαση της Σίβα, μαζί με λίγους από τους πιστούς του εταίρους……
Δεν ρώτησε για το μυστήριο της αρρενογονίας του. Δεν ρώτησε αν ο πατέρας του ήταν εκείνος ο μονόφθαλμος βασιλιάς και στρατηλάτης, με τον ζεστό κουτσό μηρό, που μύριζε αίμα και κρασί, κυβέρναγε βοσκούς και ιππείς, Ιλλυριούς, βαρβάρους του Βορρά και Έλληνες του Νότου, τα βουνά της Λυγκηστίδας και τα χρυσορυχεία του Παγγαίου, ή ο ολόχρυσος θεός της ερήμου, με την κρύα μεταλλική σάρκα και την οσμή από μούχλα και λιβανωτό. Δεν ήθελε να ξέρει. Δεν το μπορούσε να διαλέξει.
Δεν ρώτησε αν θα κατακτούσε τελικά την αυτοκρατορία του κόσμου. Οι νικημένοι του Γρανικού και της Ισσού, τα γκρεμισμένα τείχη της Τύρου και της Γάζας ήταν η πιο στέρεη απάντηση. Σαν μπήκε στο ιερό του θεού, στο σκοτεινό άβατο, αντηχούσαν τα νικημένα δρεπανοφόρα των Γαυγαμήλων, τα μουγκρητά των θνησκόντων ελεφάντων του Πώρου, και ο χρυσός της Βαβυλώνας…..
Το πρόσωπό του φλογιζόταν. Ένα κατάλευκο φως τύφλωνε και πονούσε τα μάτια του. Οι κόγχες του πονούσαν μέχρι τη ρίζα τους, λες και είχανε δεχθεί από ένα βέλος της Μεθώνης, όπως αυτό που τύφλωσε τον Φίλιππο.
Ο Πευκέστας τον πλησιάζει. Δεν κρατάει πια την ασπίδα του Αχιλλέα που πήρανε μαζί τους μετά το προσκύνημα στο Ίλιον, αλλά ένα μαντήλι βουτηγμένο στο νερό. Νιώθει τις σταγόνες να διαγράφουν υγρά ρυάκια στο μέτωπό του και αισθάνεται τη δροσιά της όασης της Σίβα, μετά απ’ την καυτή πορεία στην έρημο. Το ιερό του θεού είναι κρύο και σκοτεινό. Τον περιβάλλει σαν ένα τεράστιο πέτρινο αντηχείο που κάνει τους χτύπους της καρδιάς του να σφυρηλατούν μέσα του εκκωφαντικά, στέλνοντας το αίμα του Άμμωνα και του Φιλίππου ως τα ακρότατα του κορμιού του.
Στο βάθος ο μεγάλος αρχιερέας και δίπλα του το ειδώλιο του θεού με το κεφάλι του Κριού. Αυτού του ζωδίου της φωτιάς και δικού του ζωδίου, που οι μεταθέσεις των ισημεριών σε λίγο διάστημα θα όριζαν το τέλος της εποχής του και το πέρασμα στους Ιχθύς.
Δεν ρώτησε τίποτα για τον εαυτό του. Τα χρυσαφένια κέρατα τα έδεσαν στο κεφάλι του οι φίλοι του, σαν βγήκε απ’ το ιερό, εκστασιασμένοι απ’ τα αιγυπτιακά λιβάνια και απ’ τους αισθησιακούς χορούς των ιερών παρθένων, που όπως η μάνα του, παλιά στη Σαμοθράκη, λικνίζονταν ανάμεσα στις σκονισμένες αρματωσιές των Μακεδόνων στρατηγών. Μετά από τότε, έτσι χαράζαν τη μορφή του στα νομίσματα και λέγανε πως ο θεός της Αιγύπτου τον ονόμασε γιό του.
Εκείνος ρώτησε μόνο για την Ελλάδα. Ρώτησε για τη νέα Ελλάδα που ξεπηδούσε μέσα απ’ τις κατακτήσεις του, μέσα απ’ το μωσαϊκό των ανθρώπων, των εδαφών και των πολιτισμών που διάβαινε. Ρώτησε για το μέλλον του ελληνισμού που χάρη σε εκείνον απλωνόταν από το Δούναβη ως τη Βακτριανή κι απ’ το Αιγαίο μέχρι τον Νείλο και τον Ινδικό….
Κοίταξε το χέρι του με την περίεργη λάμψη, που το είχε τεντώσει πάνω από τη λεκάνη που είχε φέρει ο Αρίστανδρος. Είδε ανάμεσα στα δάχτυλά του να λαμπυρίζει ο ασημένιος βώλος. Τώρα μπορούσε να παραδοθεί στον ύπνο άφοβα. Σαν θα έκλειναν τα βλέφαρά του, ο βώλος θα έπεφτε και εκείνος θα ξυπνούσε…"
(ΥΓ: Δημοσιεύοντας και τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο, από μία σύντομη Ραδιοφωνική Συνέντευξη που είχα δώσει το 2014, στο Ραδιόφωνο της τότε ΝΕΡΙΤ https://docs.google.com/file/d/0BwBCYfQwS5NHUndvWnFRcFBqX0k/edit με αφορμή τη λογοτεχνική διάκριση στην Αργεντινή, αυτού του διηγήματός μου, θα ήθελα να θυμίσω πως το κλείσιμο της ΕΡΤ και η αντικατάστασή της από τη ΝΕΡΙΤ ήταν η αφορμή για να αποσύρει τη στήριξή του, ο σημερινός Υφυπουργός του κ. Καμμένου, Φώτης Κουβέλης, από τη Συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ανοίγοντας, ουσιαστικά, λόγω Προεδρικών εκλογών, τον δρόμο για την άνοδο του κ. Τσίπρα και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία….
Ας διαφωνούσε και ο κ. Κουβέλης με το κλείσιμο της ΕΡΤ, αλλά ας στήριζε την Κυβέρνηση, αλλά για τέτοιες αριστεροδέξιες κωλοτούμπες, μόνον οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ικανοί…)