«Οι φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο Θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός….» (Πλούταρχος, Ηθικά).
Ο πρωτόγονος άνθρωπος βρέθηκε μπροστά σε δυο πραγματικότητες απέναντι στις οποίες ένιωσε αδύναμος βιολογικά. Αυτές ήταν το φυσικό περιβάλλον και ο Θάνατος. Ως προς το φυσικό περιβάλλον ένιωσε άμεσα εξαρτημένος, αφού αυτό αποτελούσε (εί) πηγή της βιολογικής του συντήρησης και επιβίωσης. Απέναντι στις φυσικές δυνάμεις (βροχή, σεισμός, εναλλαγή εποχών…) ήταν άοπλος και εκτεθειμένος στη μη προβλεψιμότητά τους.
Ο θάνατος για τον πρωτόγονο στο βαθμό που ταυτίστηκε με τη βιολογική περατότητά του συνιστούσε τον απόλυτο φόβο και απέκτησε ένα μυστηριακό χαρακτήρα που ακόμη και σήμερα η επιστήμη – φιλοσοφία δεν απάντησε στο ερώτημα «γιατί πεθαίνουμε».
Έτσι τις δυο αυτές πραγματικότητες (φυσικό περιβάλλον – θάνατος) σε μια ύστερη φάση τις αναγνώρισε ως νομοτέλεια και αναγκαιότητα. Ωστόσο αυτή η αναγνώριση δεν σήμανε και μια τυφλή παραίτηση ή αποδοχή αλλά το πρώτο βήμα για να τις ερμηνεύσει και να τις υπερβεί. Απώτατος στόχος να νιώσει ελεύθερος και ασφαλής «Ελευθερία είναι η αποδοχή της αναγκαιότητας» (Έγελος). Όσο κι αν η θέση του Hegel συνιστά οξύμωρο σχήμα δεν παύει να υποδηλώνει την αγωνία του ανθρώπου να επιβιώσει (βιολογικά – πνευματικά – ηθικά…) μέσα από τις επιταγές μιας αδήριτης αναγκαιότητας. Προς το σκοπό αυτό θεοποίησε τις φυσικές δυνάμεις ως μια μορφή άμυνας απέναντι στη «δύναμή» τους. Ο Ουρανός και η Γαία (γη) αποτέλεσαν το πρώτο δίδυμο των θεών. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες θεοποιήσεις σε μια προσπάθεια να κατανοήσει την αναγκαιότητα της δύναμης της φύσης και να συμφιλιωθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί αυτή για τον άνθρωπο ήταν ο μέγιστος «χορηγός» και «διδάσκαλος». Η δικαιοσύνη, το μέτρο, η κοσμιότητα και η αρμονία αποτελούσαν τα βασικά στοιχεία της ύπαρξής της.
Έτσι η φύση δεν άργησε να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας μέσα από τη δημιουργία της θρησκείας και των διαφόρων θεοτήτων που αντιπροσώπευαν βασικές εκφράσεις του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και των ανθρώπινων αναγκών. Η Δήμητρα, η Άρτεμις, ο Διόνυσος, οι Νύμφες, οι Ναϊάδες, οι Ορεστιάδες, οι Δρυάδες και οι Νηρηίδες αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας και θεοποίησης. Όλες αυτές οι θεότητες δεν ήταν κάτι απόκοσμο αλλά στοιχείο της καθημερινότητας των ανθρώπων. Έτσι μέσα από τη θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων ο άνθρωπος συμφιλιώθηκε και με την ιδέα του θανάτου προσδίδοντας στους ανθρωπόμορφους θεούς του το στοιχείο της αθανασίας. Οι θεοί πάσχουν, υποφέρουν, πονούν αλλά δεν πεθαίνουν. Κι αν αυτό συμβεί, είναι προσωρινό γιατί πάντα ακολουθεί η ανάστασή τους. Επομένως το σχήμα Ζωή – Θάνατος – Ανάσταση είναι κοινός τόπος όχι μόνο της Ελληνικής μυθολογίας – θρησκείας αλλά και πολλών άλλων θρησκειών.
Αυτό καταδεικνύει πως τα δυο κομβικά στοιχεία του χριστιανισμού η Σταύρωση και η Ανάσταση έλκουν την καταγωγή τους τόσο από την αρχαία μυθολογία αλλά κι από τους μύθους – θρησκείες άλλων λαών, με τις αναγκαίες κάθε φορά παραλλαγές. Ωστόσο το βασικό μοτίβο – σχήμα ο Θάνατος – η Ανάσταση του θεού παραμένει ως μια εκδήλωση της ανθρώπινης – διαχρονικής και επίμονης – επιθυμίας αλλά και αγωνίας του ανθρώπου να συγκρουστεί με το παράλογο «absurdum» του θανάτου και της ανάστασης. Εξάλλου ο πρωτόγονος – αλλά και ο σύγχρονος – άνθρωπος αυτό που βιώνει εκατομμύρια χρόνια είναι ο κύκλος της φυσικής λειτουργίας μέσα από τις εποχές και κυρίως το χειμώνα και το καλοκαίρι (η ακαρπία – η φθορά vs βλάστηση – ευφορία – αναγέννηση της φύσης). Δίπλα σε αυτά το Πένθος και η Χαρά κυριαρχούν ως ανθρώπινα συναισθήματα και συγκροτούν το πλαίσιο ζωής του θνητού ανθρώπου.
Η αλλαγή, λοιπόν, των εποχών, η γονιμότητα και η ακαρπία, η βλάστηση και η «ύπνωση» της φύσης υφαίνουν τον ιστό πολλών μύθων και θρησκευτικών δοξασιών ή λατρειών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξάλλου, γρήγορα οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως ο κυκλικός χρόνος (γέννηση – θάνατος – αναγέννηση) συνιστά το θεμέλιο της κοσμικής τάξης. Αυτή η κοσμική τάξη αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο η ανθρωπότητα οικοδόμησε το ηθικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα αλλά και τις προοπτικές για μια ζωή με πνευματικότητα και συναισθηματική πληρότητα. «Αυτό που σήμερα αποκαλείται Χριστιανική θρησκεία, υπήρχε ήδη ανάμεσα στους αρχαίους και δεν έλειπε και στις απαρχές της ανθρώπινης φυλής. Όταν ο Χριστός εμφανίστηκε ένσαρκος, η αληθινή θρησκεία, που ήδη υπήρχε, έλαβε την ονομασία Χριστιανική» (Άγιος Αυγουστίνος).
Διανύοντας, λοιπόν τη Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη του Χριστού και προσδοκώντας την Ανάσταση αναγκαία κρίνεται η αναφορά σε εκείνες τις θεϊκές οντότητες που γεννήθηκαν ως θνητές, υπέφεραν, πέθαναν και αναστήθηκαν. Το πρότυπο του Θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται επαναλαμβάνεται διαρκώς σε διαφορετικά πολιτισμικά και θρησκευτικά περιβάλλοντα. Παρόλες τις διαφορές οι αρχαίες παγανιστικές θρησκείες και ο χριστιανισμός μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός αποτέλεσε μια πραγματικότητα ενισχύοντας ή και διευκολύνοντας τις πνευματικές – πολιτιστικές προσαρμογές «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» (Κ. Καβάφης). Μπορεί η «Ανάσταση του Ιησού» να συνιστά την απόλυτη απόδειξη για τη θεϊκή φύση του Χριστού, ωστόσο η ιστορική αλήθεια έχει τις ρίζες της και σε άλλες αρχαίες θρησκείες που πίστευαν σε θεούς που πέθαιναν και ανασταίνονταν. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο ο Χριστιανισμός που θεμελιώνει την πίστη πάνω στην Ανάσταση «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» (Απόστολος Παύλος, Επιστολή Α προς Κορινθίους, ιε, 17), αλλά και πολλές άλλες θρησκείες περιλαμβάνουν στις λατρευτικές τους εκδηλώσεις το στοιχείο της Ανάστασης. Μια αδρομερής καταγραφή του μοντέλου «ο θάνατος και η ανάσταση του θεού» θα ήταν ωφέλιμη για την κατανόηση του θρησκευτικού συγκρητισμού και τη γονιμοποιό δύναμή του στην αλληλοκατανόηση και ειρηνική συνύπαρξη Θρησκειών και λαών. Η λεπτομερής καταγραφή υπερβαίνει το σκοπό του παρόντος άρθρου. Ο Άδωνις (σημιτικός θεός που έγινε αποδεκτός κι από τους Έλληνες), ο θρακικός Διόνυσος (ο επανομαζόμενος και Ζαγρεύς), ο Αιγύπτιος Όσιρις, ο Ινδός Κρίσνα, ο Μίθρα (Πέρσης θεός), ο Ταμούζ (Ασσυροβαβυλώνιος θεός), ο Άττις (Φρυγία), ο Όντιν (σκανδιναβική θεότητα), ο Κετζαλκόατλ (Κεντρική Αμερική), ο Υάκινθος, η Περσεφόνη είναι μερικά παραδείγματα που πιστοποιούν τις διάφορες παραλλαγές του αναστημένου θεού. Εις τα καθ’ ημάς δέσποζε ο μύθος της Δήμητρας – Περσεφόνης και τα Αδώνεια, όπως βέβαια και Βακχικές τελετές ή του Διόνυσου. Ειδικότερα ο μύθος της Δήμητρας – Περσεφόνης συμβόλιζε την εναλλαγή των εποχών με ευθεία αναφορά στο φαινόμενο του σπόρου που περιμένει υπομονετικά να έρθει η άνοιξη για να αναπτυχθεί και να καρπίσει. Οι Αδώνιες τελετές παραπέμπουν στις αντίστοιχες του Χριστιανικού Πάσχα, με την αναπαράσταση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνι. Η πρώτη ημέρα των «Αδώνειων μυστηρίων» λεγόταν «αφανισμός» και ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού. Η δεύτερη μέρα λεγόταν «εύρεσις» και αντιστοιχούσε με τη δική μας Ανάσταση (ημέρα χαράς και αγαλλίασης).
Παρακολουθώντας τα δρώμενα σε θεολογικό επίπεδο διαπιστώνουμε ομοιότητες και επαναλήψεις αρχαίων Ελληνικών συμβόλων στον Χριστιανισμό. Εξάλλου οι μορφές του Προμηθέα και Χριστού βαδίζουν παράλληλα, αφού και οι δυο πάσχουν για τον άνθρωπο. Όσα, λοιπόν, αντίκεινται στους φυσικούς νόμους, στην ανθρώπινη εμπειρία και στον επιστημονικό ορθολογισμό μπορεί να μας τρομάζουν αλλά είναι η άλλη – η αθέατη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι οι πολλαπλές εκδοχές του ανθρώπινου πνεύματος και του πολιτισμού, τον οποίο πρέπει να εξετάζουμε στην ολότητά του και στη διαχρονικότητά του. Έτσι κατανοούμε καλύτερα το παρελθόν, συνειδητοποιούμε τη θέση μας στο παρόν και αισιοδοξούμε για το μέλλον.
«Όποιος έχει στα χέρια του τον πολιτισμό, έχει στα χέρια του τον κόσμο» (Καντ).