Η ιστορία που σημάδεψε τα Τρίκαλα
Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1981. Το Παλαιομονάστηρο Τρικάλων ήταν ένα μικρό, ωραίο και ήσυχο χωριό. Οι κάτοικοι του ασχολούνταν με τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές εργασίες τους και ήταν αγαπημένοι με τους συγγενείς και τους γείτονές τους.
Αυτή τη γαλήνη που βασίλευε στο χωριό τάραξε η φοβερή τραγωδία που διαδραματίστηκε.
Πρωταγωνιστής ήταν ο Σ.Σ. 48 χρόνων, γεωργός, ο οποίος, σύμφωνα με τους συγχωριανούς του, αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Τον τελευταίο καιρό δεν έπαιρνε τα χάπια του και είχε αρχίσει να πίνει.
Ένα βράδυ άρπαξε μια καραμπίνα και άρχισε να σκοτώνει συγγενικά του πρόσωπα και όποιον άλλον είχε την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο του. Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, ο Σ.πρώτα πυροβόλησε και σκότωσε τον πατέρα του. Στη συνέχεια πυροβόλησε τον παππού και τη γιαγιά του και τέλος τη μάνα του.
Στη συνέχεια, περπατώντας με την καραμπίνα στο χέρι, συνάντησε στον δρόμο τη θεία και τον θείο του. Τους σκότωσε. Πιο πέρα, συνάντησε ένα γείτονα, που είχε κι αυτός την ίδια τύχη με τους άλλους.
Τελευταία σκότωσε τη γυναίκα του, οπότε και αυτοκτόνησε, κλείνοντας έτσι τον φοβερό κύκλο του αίματος, όπως αναφέρει το in.gr.
«Πατέρα μη μας σκοτώσεις»
Ο 48χρονος αγρότης επέστρεψε σπίτι του. Τα δυο παιδιά του, μόλις 10 και 12 ετών ήταν ακόμη εκεί. Έντρομα, τρομοκρατημένα και σχεδόν βέβαια και για το δικό τους τέλος.
Αντιλήφθηκαν τις σκηνές που διαδραματίζονταν και παρακολουθούσαν κρυμμένα πίσω από το παράθυρο.
Όταν είδαν να μπαίνει στο σπίτι ο πατέρας τους με την καραμπίνα, το αγοράκι τον ικέτευσε τρομοκρατημένο: «Μη μας σκοτώσεις κι εμάς πατέρα, μη μας σκοτώσεις».
Προς στιγμήν ο δράστης συνειδητοποίησε τι έκανε και ότι αυτά τα παιδιά που βρίσκονταν μπροστά του και τον παρακαλούσαν ήταν τα δικά του. Τα κοίταξε σαστισμένος και δευτερόλεπτα μετά τα προσπέρασε για να συνεχίσει το φονικό του έργο.
Ο άτυχος γείτονας του Η. Κ., όταν τον είδε να περνά μπροστά από την αυλή του σπιτιού του προσπάθησε να τον πείσει να πετάξει την καραμπίνα.
Ο Σ. όμως τον πυροβόλησε μπροστά στο σπίτι του.
Η γυναίκα του δράστη μετά τις πρώτες επιθέσεις, έτρεξε στο σπίτι του κουμπάρου της για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Στην αυλή του κουμπάρου την πέτυχε ο Σ. και της είπε: «Τι δουλειά έχεις στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανωθήκαμε; Άντε στα παιδιά σου».
Και πριν προλάβει εκείνη να απαντήσει έστρεψε την κάννη της καραμπίνας εναντίον της και της έριξε. Μετά τον φόνο της γυναίκας του στήριξε την καραμπίνα στο έδαφος, ακούμπησε την κάννη στην καρδιά του και πάτησε τη σκανδάλη. Έτσι έθεσε τέρμα στη ζωή του.
Η μητέρα του, Δ., δεν πέθανε αμέσως. Είχε τραυματιστεί βαρύτατα και διακομίστηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών δεν έζησε πάνω από 24 ώρες.
Οι κηδείες των άτυχων θυμάτων ήταν ένας διαρκής θρήνος.
Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στην εκκλησία του χωριού. Στο νεκροταφείο του χωριού ετάφησαν σε ομαδικό τάφο ο δράστης και τα έξι θύματα.
Ο γείτονας ετάφη ξεχωριστά. Το ίδιο και η μητέρα του δράστη.
Μια παρτίδα χαρτιά…
Όπως έγινε γνωστό από τους συγχωριανούς του, ο δράστης λίγες ώρες πριν σκορπίσει τον θάνατο είχε πάει σε καφενείο του χωριού και είχε παίξει χαρτιά με άλλους θαμώνες.
Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι πήρε κάποια είδη ρουχισμού έβαλε φωτιά και τα έκαψε.
Είχε πει μάλιστα στη γυναίκα του να του δώσει το καλό το παντελόνι και το πουκάμισο με τα αστέρια, γιατί απόψε όπως της έλεγε, θα σκοτωνόταν και την παρότρυνε να πάρει τα παιδιά και να φύγει. Η γυναίκα του προσπάθησε να τον ηρεμήσει αλλά δεν τα κατάφερε.
Το μεγάλο ερώτημα
Ο διοικητής του τμήματος χωροφυλακής βεβαίωσε ότι ο δράστης είχε άδεια οπλοφορίας. Τότε τέθηκε το ερώτημα: Πώς και με ποιο σκεπτικό δόθηκε άδεια σε έναν άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα, ο οποίος είχε νοσηλευτεί στο παρελθόν;
Επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Την καραμπίνα την είχε στείλει ως δώρο η αδελφή του από τον Καναδά.