Του Γεωργίου Παπασίμου
Ανεξαρτήτως των κωμικών τουρκικών αιτιάσεων για την επιστροφή του OrucReisστην Αττάλεια (δήλωση Τσαβούσογλου περί συντήρησής του), ο προφανής λόγος είναι η τακτική κίνηση της Τουρκίας για αποφυγή κυρώσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 24/9. Ο κλοιός λόγω της υπερβολικής τουρκικής επιθετικής έκθεσης, είχε σφίξει ακόμα και για τις χώρες που κινούνται υποστηρικτικά προς αυτήν (Γερμανία κ.λπ.), αφού δεν είχαν πολλά ακόμα περιθώρια αδιαφορίας απέναντι στην άμεση αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο μελών της Ε.Ε. (Ελλάδα, Κύπρος) από τον νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό.
Εκτός αυτού, σημαντικός λόγος της αλλαγής τακτικής της Τουρκίας είναι η έναρξη του ελληνο-τουρκικού διαλόγου, στο τραπέζι του οποίου φιλοδοξεί να θέσει το σύνολο των παράνομων διεκδικήσεών της (αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, γκρίζες ζώνες στις οποίες περιλαμβάνονται και 18 κατοικημένα ελληνικά νησιά!, μειονότητα στη Θράκη και προσφάτως διεκδίκηση και των Δωδεκανήσων), πέραν του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου, με το οποίο επιχειρεί να υφαρπάξει τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις στην Μεσόγειο.
Πρόκειται για τακτική την οποία ακολουθεί η Τουρκία από το 1976, προσπαθώντας πάντοτε, μετά από περίοδο όξυνσης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων που η ίδια προκαλεί, να ακολουθεί περίοδος διαλόγου μέσω του οποίου προσπαθεί να «νομιμοποιήσει» τις παράνομες απαιτήσεις της. Η Ελλάδα, πλην του χρόνου που μπορεί να κερδίσει για να επουλώσει τις πληγές της στην αποτρεπτική της ισχύ από τον δεκαετή μνημονιακό οδοστρωτήρα, επί της ουσίας δεν μπορεί να αναμένει κάτι θετικό από τον ελληνο-τουρκικό διάλογο. Το πλαίσιο διεκδικήσεων της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας, που αμφισβητεί ευθέως τον πυρήνα της κυριαρχίας της, δεν είναι μόνο υπόθεση του προσωποπαγούς καθεστώτος Ερντογάν, αλλά του συνολικού πολιτικού τουρκικού εποικοδομήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις κατηγορούν τον Ερντογάν για ενδοτισμό!
Με βάση αυτή την παραδοχή, ο επιχειρούμενος ελληνο-τουρκικός διάλογος υπό την διαιτησία της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ κρύβει πολλές παγίδες και κινδύνους για τη χώρα, που πρέπει να προσεχθούν.
Πρώτον, ο κίνδυνος νομιμοποίησης των παράνομων τουρκικών αξιώσεων μέσωτης φαινομενικής αποδοχής της συζήτησης όλων αυτών των προδήλως παράνομων διεκδικήσεων του μιλιταριστικού τουρκικού κράτους.
Δεύτερον, ο κίνδυνος πλήρους αποσύνδεσης του Κυπριακού, που ναι μεν είναι διεθνές ζήτημα εισβολής και κατοχής και όχι ελληνο-τουρκική διαφορά, πλην όμως η Ελλάδα δεν μπορεί να διαχωρίσει τη θέση της από την Κύπρο, ενόψει μάλιστα και της συζητήσεως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής. Σε αυτό θέμα συζήτησης είναι και η παράνομη δραστηριότητα του ΑΤΤΙΛΑ ΙΙΙ με τις γεωτρήσεις του Γιαβούζ και του Μπαρμπαρός, που συνεχίζεται αμείωτα ως σήμερα. Είναι προφανές ότι τυχόν διάρρηξη των ελληνο-κυπριακών σχέσεων προκειμένου να επιτευχθεί ο ελληνο-τουρκικός διάλογος, θα συνιστά εθνικό αυτοχειριασμό του Ελληνισμού.
Τρίτον, ο κίνδυνος ελληνικού αποπροσανατολισμού από την αναγκαία προώθηση και ολοκλήρωση της αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία. Υπάρχει πολύ σοβαρό ενδεχόμενο ο πραγματικός λόγος της τακτικής υπαναχώρησης των νέο-οθωμανών σε συνεργασία με τους «προστάτες» τους, να οφείλεται σε αυτόν τον παράγοντα, που φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά κατά τη μεσογειακή συνδιάσκεψη. Ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού είναι πολύ μεγάλος, καθόσον η χώρα μας, δυστυχώς, με το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό εξουσίας έως σήμερα αντιδρά σπασμωδικά και πάντοτε πίσω από τις τουρκικές προκλήσεις, λειτουργώντας κατευναστικά και φοβικά χωρίς μακροπρόθεσμη στόχευση.
Ανεξαρτήτως της τύχης του ελληνο-τουρκικού διαλόγου, η Ελλάδα οφείλει να επικυρώσει και να βαθύνει την ισότιμη αμυντική της συνεργασία με τη Γαλλία, αφού μόνο αυτή αποτελεί το πραγματικό εισιτήριο ειρήνης για τη Λεκάνη της Μεσογείου. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό στοιχείο, που φαίνεται να φοβίζει το μιλιταριστικό καθεστώς της Άγκυρας. Περαιτέρω, θα πρέπει συστηματικά και μεθοδικά να συνεχίσει την ανάπτυξη των σχέσεών της με τις χώρες που συνιστούν τον εν δυνάμει αντι-τουρκικό άξονα στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, λόγω των επεκτακτικών μιλιταριστικών βλέψεων των νεο-οθωμανών.