Η νύχτα μυρίζει ανθισμένες νεραντζιές,
απόψε.
Είναι θαρρώ, η πρώτη νύχτα της άνοιξης,
απόψε.
Η άνοιξη ήρθε με φινετσάτη μοσχοβολιά και εφέτος.
Και σου φανερώνεται
και την εβλέπεις (κι ας είναι νύχτα)
και την επιάνεις,
την ώρα
στις μύτες των ποδιών σου που σηκώνεσαι
έναν νεραντζανθό μεσ΄ απ΄ τα τσιμέντα,
να χαϊδέψεις.
Κι είναι τότε,
όλες τις σταυρώσεις
κι όλες τις αποκαθηλώσεις
πιο πολύ που τις καταλαβαίνεις
και υποκλίνεσαι μπροστά τους
σαν σε Επιτάφιο που κουβαλά στις πλάτες του
Ανάσταση να φέρει.
Σκληρά δέντρα οι νεραντζιές,
αντέχουν νερό να μη τους δίνεις,
και τους αέρηδες,
ανελέητα να τις χτυπούν,
αντέχουν,
αντέχουν τους καρπούς τους
να πατάν,
κάθε λογής παπούτσια βέβηλα
και άκαρδα να τους συνθλίβουν
ανέχονται, χίλιες και μύριες ρόδες.
Αντέχουν κι υπομένουν,
και Πιστεύουνε,
πάνω σε πεντελικά μάρμαρα τα άνθη τους να πέσουν,
μέσα σε ναούς τα αιθέρια έλαιά τους να σκορπίσουν,
νύχτες ανοιξιάτικες να ζήσουν
και τους ανθρώπους να ακούσουνε,
– μονάχα αυτό γυρεύουνε,
μόνο για αυτό αντέχουν –
«Οι νεραντζιές ανθίσανε και φέτος»,
να σκεφτούνε
κι ας μη, φωναχτά,
από το στόμα να το πούνε.
Λέλα Κατεχάκη, Αθήνα, 11 Απριλίου 2015.