Γράφει ο Γεώργιος Παπασίμος – Δικηγόρος
Συμπληρώθηκαν ήδη σαράντα πέντε χρόνια από τη «μαύρη επέτειο» της τουρκικής απόβασης (επιβίβασης) και της θηριωδίας του Αττίλα στο μαρτυρικό νησί της Αφροδίτης.
Η αιτία για αυτήν την μεγάλη εθνική καταστροφή ήταν τα ολέθρια διαχρονικά λάθη των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών, ο άθλιος ρόλος της Βρετανίας, με τον επίμονο στόχο της της διαίρεσης του νησιού, με αποκορύφωμα τον ηλίθιο και προδοτικό ρόλο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Σε όλη αυτή την περίοδο, η λαβωμένη Κύπρος διέπρεψε οικονομικά και έγινε μέλος της Ε.Ε. ως Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να λύσει το ακανθώδες πρόβλημα της διαίρεσης και της τουρκικής κατοχής, παρά τα αρχικά καταψηφιστικά ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. Όλα αυτά τα χρόνια απουσίαζε μια σοβαρή εθνική στρατηγική, που θα είχε ως στόχο την συνεχή διεθνοποίηση του Κυπριακού και το επίμονο αίτημα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και των αυτονόητων ρυθμίσεων για όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Σημειωτέον ότι, σήμερα στη Λευκωσία παραμένει ενεργό το μοναδικό τείχος διαίρεσης σε όλη την Ευρώπη. Αντιθέτως, υποδόρια και συστηματικά υπήρξε από τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (Ανδρέας Παπανδρέου και Τάσσος Παπαδόπουλος), αποδοχή της ήττας. Έτσι, χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα και δόθηκε έμμεση νομιμοποίηση στον Αττίλα.
Οι υποτελείς πολιτικοοικονομικές ελίτ της Αθήνας και της Λευκωσίας μετέτρεψαν ένα κορυφαίο διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ένα διμερές εσωτερικό ελληνοτουρκικό πρόβλημα. Η πολιτική τους ευθύνη είναι τεράστια και δεν μπορεί να καλυφθεί μέσα από τους μηχανισμούς ελέγχου της κοινής γνώμης, τους «έγκριτους» αναλυτές κ.λπ., που προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν μας απομένει τίποτε άλλο από το να πιούμε αυτό το πικρό ποτήρι, νομιμοποιώντας τις πάγιες στρατηγικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η ιστορία του Κυπριακού από το 1974 έως σήμερα, είναι ένα άλμπουμ με συνεχείς υποχωρήσεις της ελληνικής κυπριακής πλευράς, στην λογική ότι προσφέροντας κάποια «δώρα» στην Τουρκία, αυτή θα συνεργάζονταν για εξεύρεση λύσης, πλην όμως η λύση δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, αυτή η τακτική εξώθησε την Τουρκία να ξεπεράσει κάθε όριο ανοχής επιθετικότητας με αποκορύφωμα τον νέο Αττίλα ΙΙΙ, εντός της ΑΟΖ της Κύπρου με την αποστολή του «Πορθητή» και του γεωτρύπανου «Φατίχ».
Παρά το γεγονός ότι ο κυπριακός λαός αντιστάθηκε στις πολυποίκιλες πιέσεις του διεθνούς παράγοντα και των εσωτερικών δυνάμεις και απέρριψε το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν, το οποίο οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη δημιουργία Συνομοσπονδίας, που αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας, αφενός για να κατοχυρώσει τα παράνομα κεκτημένα της Τουρκίας από την εισβολή του 1974 και αφετέρου για να μπορεί, μέσω της χαλαρής κεντρικής κυβέρνησης, να ασκεί και τον πολιτικό έλεγχο στο ελεύθερο κομμάτι της Μεγαλονήσου, δεν υπήρξε στη συνέχεια απεγκλωβισμός από αυτή την μακρόσυρτη και αδιέξοδη εμμονή στη λεγόμενη «διζωνική Ομοσπονδία», η οποία, αντικειμενικά, αποδείχθηκε ότι αποτελεί την Κερκόπορτα για τη Συνομοσπονδία.
Η επιχειρούμενη νέα συνάντηση της λεγόμενης πενταμερούς (τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και οι δύο κοινότητες της Κύπρου, χωρίς δηλαδή την παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας), στην οποία η Τουρκία προσέρχεται με μοναδικό στόχο τη Συνομοσπονδία και χωρίς να υπάρξει προϋπόθεση πρότερης αποχώρησης των γεωτρυπάνων που προσβάλλουν την Κυπριακή ΑΟΖ, αποτελεί μια ακόμα πτυχή αυτής της τακτικής από την ελληνική πλευρά, που στηρίζεται στην πεπατημένη της ηττοπάθειας και την αδυναμία εξόδου από αυτό το εσφαλμένο πλαίσιο συζητήσεων.
Ενόψει αυτής της θλιβερής πραγματικότητας απαιτείται η συγκρότηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού, που θα λαμβάνει υπόψη τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή, τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και την υπέρβαση των δύο αντιτιθέμενων ιδεολογημάτων, που σύμφωνα με τον κορυφαίο στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη, παρακωλύουν την κατάστρωση και την εφαρμογή μιας νηφάλιας εθνικής στρατηγικής. Δηλαδή «τα ασαφή και αποδυναμούμενα στοιχεία ενός γηγενούς εθνικισμού και τα εξίσου ασαφή, αλλά ενισχυόμενα αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού». Αυτή η εθνική στρατηγική θα πρέπει να έχει ως πυρήνα το αξίωμα ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική, και όχι το παρελθόν, η φυλή και ο πολιτισμός. «Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε ’’δεξιά’’, ούτε ’’αριστερή’’, ούτε ’’εθνικιστική’’, ούτε ’’διεθνιστική’’, είναι τα πάντα ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλίμονο στη χώρα και στην πολιτική της ηγεσία, αν ερμηνεύει την συγκεκριμένη κατάσταση με βάση ’’δεξιές ή αριστερές προτιμήσεις αντί να προσαρμόζει τις προτιμήσεις στην κατά το δυνατόν ψυχρή ερμηνεία της συγκεκριμένης κατάστασης’’. Κάθε εθνική στρατηγική εφόσον περιορίζεται στον σχεδιασμό, των εκάστοτε επιθυμητών εξελίξεων είναι καταδικασμένη, σε μονομέρεια και δυσκαμψία, δηλαδή σε εθνικό αδιέξοδο» (Π. Κονδύλης, «Ιδεολογίες και Εθνική Στρατηγική», Ιανουάριος 1998, Το Βήμα).