Γνωστός ο βίος και η πολιτεία του εθνομηδενιστή και κοσμοπολίτη Νίκου Μαραντζίδη. Είναι ένας από τους πιο γνωστούς «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης, καθηγητής στο ΠΑΜΑΚ και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ, το διαβόητο «thinktank» που… συμβουλεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Χώρας. Ίσως φανεί περίεργο, αλλά χρωστάμε χάρη στον Μαραντζίδη. Με τον κυνικά χοντροκομμένο λόγο του, σε κείμενό του που δημοσίευσε η «Καθημερινή της Κυριακής» στις 18 Οκτωβρίου, σκίζει επιμελώς το ευτελές «γαλανόλευκο» στρατσόχαρτο, με το οποίο φροντίζει να τυλίγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τις «κόκκινες γραμμές», που διαρκώς μετακινεί, τις μυστικές συμφωνίες με την Τουρκία που συνομολογεί και τις εκκλήσεις στην «μαντάμ Μέρκελ» να μεσολαβήσει για να μην μας κάνει διαρκώς ρεζίλι ο Ερντογάν. Η λέξη-κλειδί στο συγκεκριμένο κείμενο του Μαραντζίδη δεν είναι άλλη από την «φινλανδοποίηση». Η πληροφόρηση των περισσοτέρων για την Φινλανδία έγκειται στο ότι είναι μια ανεπτυγμένη σκανδιναβική χώρα, σχεδόν πρότυπο, ωστόσο, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν καλά την ταραγμένη ιστορία της, καθώς γειτονεύει με μία παγκόσμια υπερδύναμη, την πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και νυν Ρωσία.
Τρεις μήνες πριν την επίσημη έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, τα σοβιετικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Φιλανδία, καθώς η φινλανδική πλευρά απέκρουε διαρκώς τις αξιώσεις της ΕΣΣΔ να μετακινηθεί η φινλανδορωσική μεθόριος προς όφελος της Ρωσίας, με αντάλλαγμα να τους παραχωρηθούν άλλα εδάφη. Ο φινλανδορωσικός πόλεμος κράτησε σε διάρκεια όλον τον χειμώνα 1939-40, καθώς οι φινλανδικές δυνάμεις, παρόλο που ήταν μη επαρκώς εξοπλισμένες, αντιστάθηκαν γενναία και επέφεραν πολύ σοβαρά πλήγματα στον υπέρτερο στρατιωτικά «Κόκκινο Στρατό» των μπολσεβίκων, υπό πολικές θερμοκρασίες της τάξης των -43ᵒC . Τελικά, οι σοβιετικοί κατόρθωσαν να επικρατήσουν και κατέλαβαν το 11% των φινλανδικών εδαφών, που όμως στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν το 30% του ΑΕΠ της μικρής αυτής χώρας.
Στην συνέχεια, η Φινλανδία προσχώρησε στις δυνάμεις του Άξονα, με τα γερμανικά στρατεύματα να ενεργούν παράλληλα με τα φινλανδικά εναντίον των σοβιετικών ως το 1944, ανακαταλαμβάνοντας σημαντικές περιοχές, όπως την Ανατολική Καρελία, φτάνοντας, μάλιστα, μόλις 30 χιλιόμετρα έξω από το Λένινγκραντ. Ωστόσο, η ήττα της Γερμανίας φέρνει και την Φινλανδία στο στρατόπεδο των ηττημένων, με τον Στάλιν να είναι έτοιμος να εισβάλει εκ νέου στην Φινλανδία με σκοπό αυτή την φορά να την καταλάβει ολοκληρωτικά. Η κυβέρνηση της Φινλανδίας, με πρωθυπουργό τον JuhoPaasikivi, μπροστά στην επικείμενη στρατιωτική εισβολή των σοβιετικών έκανε τα εξής: προειδοποίησε τους δημοσιογράφους της χώρας ότι λόγοι σύνεσης και επιβίωσης απαιτούσαν η εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης στα φινλανδικά ΜΜΕ να είναι σύμφωνη με τις επιθυμίες της, τους επέβαλε τα επίπεδα αυτολογοκρισίας, ενώ η δημοσίευση αρνητικών σχολίων κατά ξένης χώρας ή της κυβέρνησής της (δηλαδή της ΕΣΣΔ) στον Τύπο θεωρείτο ως δυσφήμηση, κακούργημα τιμωρούμενο με διετή φυλάκιση. Το δόγμα Paasikivi (ο θεμελιωτής της μεταπολεμικής φινλανδικής εξωτερικής πολιτικής) υλοποιήθηκε μέσα από την εξισορρόπηση της φινλανδικής εξωτερικής πολιτικής μεταξύ Ανατολής και Δύσης και την «ευμενή ουδετερότητα» έναντι της ΕΣΣΔ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο κείμενό του ο Μαραντζίδης.
Στην πραγματικότητα, το θεώρημα της «φινλανδοποίησης» αποτελεί ένα εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, που έχει ως μόνιμο περιεχόμενο την συνεχή υποχωρητικότητα απέναντι στον αδηφάγο γείτονα. Η «φινλανδοποίηση» αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα αποτελέσματά της στο εσωτερικό μιας χώρας, δηλαδή για το πώς μια κοινωνία εθίζεται σ’ έναν χρόνιο φόβο, που διεισδύει παντού, στην καθημερινότητα, στην πολιτική, στα ΜΜΕ, στην οικονομία, στην κουλτούρα και την εκπαίδευση. Τα πάντα πρέπει να υπηρετούν την μία και μοναδική ανάγκη του κατευνασμού του ισχυρού γείτονα. Ο Φινλανδός πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του ανέλαβαν οι ίδιοι το… καθήκον να είναι οι δίαυλοι των σοβιετικών απαιτήσεων για «συμμόρφωση» των ΜΜΕ, να προωθούν τις «κατάλληλες» εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες, να ελέγχουν τι είναι «σωστό» και τι «λάθος» σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής και να αστυνομεύουν κυριολεκτικά μια ολόκληρη κοινωνία. Η Φινλανδία μπορεί τυπικά να διατήρησε την εδαφική της κυριαρχία, επί της ουσίας, όμως, δεν είχε ίχνος εσωτερικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Παρά τα όσα ισχυρίστηκε ο Μαραντζίδης, στην πραγματικότητα η Φινλανδία ήταν ο φτωχός (και πιο καταπιεσμένος) συγγενής ως και την δεκαετία του 1980. Η οικονομική ανάπτυξη αυτής της μικρής χώρας άργησε πολύ, αλλά τελικά συνέβη παρά την φινλανδοποίηση και όχι εξαιτίας της φινλανδοποίησης.
Εάν μας θυμίζουν κάτι όλα όσα προηγήθηκαν, είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί το πιο τρανό παράδειγμα σύγχρονης «φινλανδοποίησης». Υπό τις (συγκαλυμμένες ή ανοιχτές) απειλές για έξοδο από την ευρωζώνη, υποχρεώθηκε από το 2010 να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ΔΝΤ, της ΕΕ και της μερκελικής Γερμανίας, προκειμένου να διατηρήσει την θέση της στο ευρωσύστημα. Αντί του «δούναι και λαβείν», το δούναι και… διατηρείν. Η μία και μοναδική «αλήθεια», ο όρος ζωής και θανάτου για «παραμονή στο ευρώ», υποτάσσει τα πάντα στο εσωτερικό της Χώρας για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα, με πανομοιότυπο τρόπο, όπως της Φινλανδίας. Μετά την αρχική βίαιη καταστολή κάθε διαφορετικής αντίληψης που παρέκκλινε, έστω και οριακά, από την επίσημη κρατική θέση, σειρά είχε το στάδιο της αυτολογοκρισίας. Καθετί που θα μπορούσε να θέσει, όχι σε κίνδυνο την πορεία της Χώρας στο ευρώ, αλλά απλώς να θεωρηθεί λάθος από τους δανειστές, δεν χρειάζεται να συκοφαντηθεί πλέον, αφού δεν βγαίνει καν στην δημοσιότητα και έχει ήδη (αυτό)λογοκριθεί. Η αυτολογοκρισία έχει επεκταθεί στα επίσημα ΜΜΕ, στην πολιτική σφαίρα του «Συνταγματικού Τόξου», στους ακαδημαϊκούς κύκλους, καθώς και σε (άλλοτε) ανταγωνιστικά ρεύματα της πολιτικής ζωής της Χώρας.
Επομένως, πόσο μακριά είναι η δεύτερη «φινλανδοποίηση» του «ελληνικού» κράτους αυτή την φορά και σε σχέση με την ενδυνάμωση του τουρκικού κράτους; Για να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα είναι ήδη «φινλανδοποιημένη» εδώ και δεκαετίες. Η μη επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, όπως είναι υποχρέωση της Χώρας (και όχι απλώς «δικαίωμα», όπως ισχυρίζονται κάποιοι εγχώριοι καρπαζοεισπράχτορες), και η μη εγκατάσταση των πυραύλων S300 στην Κύπρο είναι χαρακτηριστικά δείγματα «καλής θέλησης» των εκάστοτε «χειριστών» των υποθέσεων του «ελληνικού» κράτους, ήδη από την δεκαετία του 1990, προκειμένου να μην «τσαντιστεί» περισσότερο ο θυμωμένος γείτονας. Οι «επιθέσεις φιλίας», τα «ζεϊμπέκικα» του Γιωργάκη Παπανδρέου, οι «κουμπαριές» του Κώστα Καραμανλή, η «σεισμική διπλωματία» του 1999, οι «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και η ταπείνωση των Ιμίων θυμίζουν κατά πολύ τις υποχρεωτικές εκδηλώσεις «φινλανδοσοβιετικής φιλίας». Αλλά και στο παρόν, διατηρείται απαράλλαχτη η ίδια ηττοπαθής τακτική, αν και φρόντισαν να προστεθούν μερικά κάλπικα εθνικοπατριωτικά «ταρατατζούμ».
Έτσι, παρότι αναπτύχθηκε ο Ελληνικός Στόλος στην πρόσφατη «κρίση», αυτό δεν διατάραξε-ενόχλησε καθόλου τα σχέδια του τουρκικού κράτους για έρευνες. Οι εγχώριοι διαχειριστές της εξουσίας έλεγαν, με μπόλικο θράσος, το παραμύθι-αφήγημά τους στην «κοινή γνώμη», ότι δηλαδή οι τούρκοι δεν μπορούν να κάνουν έρευνες, αφού δήθεν οι μηχανές των σκαφών έκαναν πολύ θόρυβο(!), ενώ την ίδια στιγμή η τουρκική διπλωματία τους γελοιοποιούσε και «τους έπαιρνε και τα σώβρακα», καρφώνοντας τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν σε μυστική γραπτή συμφωνία. Γονυπετές το «ελληνικό» κράτος συνεχίζει να παρακαλά τις ΗΠΑ και την Γερμανία να μεσολαβήσουν για «διερευνητικές συνομιλίες» με το τουρκικό, μόνο και μόνο για να κερδίσει 1-2 μήνες ηρεμίας, οι τούρκοι όμως τις ανατρέπουν και φέρνουν το ερευνητικό σκάφος τους στα 6,5 μίλια από το Καστελόριζο. Το ΥΠΕΞ απαντά ότι η «κόκκινη γραμμή» είναι τα… 6 μίλια από τις ακτές, έτσι ώστε να μην ενοχλήσει καθόλου τις έρευνες.
Και επειδή κάθε αφήγημα που… σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει ένα «happyend», αφήσαμε για το τέλος το… αντίδωρο: την υπόσχεση για καλυτέρευση του βιοτικού μας επιπέδου, αν «συνεργαστούμε με τον ιδιότροπο γείτονά μας», όπως μας συμβουλεύει… στοργικά ο Μαραντζίδης. Η χυδαιότητα του ενδοτικού αυτού συλλογισμού είναι τόσο προφανής και αηδιαστική, που δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι παραπάνω. Εάν, όμως, η Χώρα μας συνεχίσει σε αυτόν τον μίζερο ρυθμό συνεχούς υποχωρητικότητας, είναι σίγουρο ότι στην βιβλιογραφία του μέλλοντος θα προστεθεί ο όρος «ελλαδοποίηση» ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολλαπλής «φινλανδοποίησης» ενός Έθνους, το οποίο χωρίς να χάσει επισήμως πόλεμο, επέλεξε την βολική ψευδαίσθηση της «ασφάλειας», που προσφέρει η εκ νέου δορυφοριοποίηση, για να αποδράσει από τις ευθύνες του προς την Πατρίδα και τον Λαό, το παρελθόν και το μέλλον αυτού του Τόπου, τους νεκρούς και τους αγέννητους, την Ιστορία του ολάκερη.
Γιώργος Μισιάκας