Ο Γιώργος Τσαλίκης, μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τη συναυλία του στην τελετή έναρξης του «Μύλου των Ξωτικών», προχώρησε σε δημόσια απάντηση μέσα από τα social media, ξεκαθαρίζοντας τη δική του θέση και αντικρούοντας τις κατηγορίες.
Ο καλλιτέχνης ξεκινά την τοποθέτησή του με την ερώτηση: «Δε βαρεθήκατε τις υπερβολές και τα ψέματα μωρέ;», τονίζοντας ότι τα όσα ακούγονται είναι ανυπόστατα και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Αναφερόμενος στο τραγούδι «Απαγορευμένο», που προκάλεσε τις αντιδράσεις, σημειώνει ότι:
«Μου ζήτησε ο κόσμος και το είπα το πρώτο μισάωρο κιόλας της συναυλίας. Ούτε διαμαρτυρήθηκε κανείς, ούτε έμεινε κάποιος αποσβολωμένος, ούτε θύμωσε ο Δήμαρχος… Όλα ψέματα».
Ο Γιώργος Τσαλίκης επισημαίνει επίσης ότι το τραγούδι αυτό έχει εκτελεστεί αμέτρητες φορές από το 2012, τονίζοντας πως πρόκειται για μαντινάδες χαβαλετζίδικες και όχι για κάτι που θίγει το κοινό. «Στα live γινόμαστε παρέα αγάπης και χαράς. Περνάμε μηνύματα αισιοδοξίας, γελάμε, κλαίμε… Αυτό έγινε και χθες. Το ‘Απαγορευμένο’ το λέω εδώ και χρόνια κατόπιν ζήτησης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε όσους θεώρησαν ότι υπήρξε προσβολή ή κακή αίσθηση του κλίματος της εκδήλωσης, υποστηρίζει ότι: «Ο Μύλος των Ξωτικών είναι μια φωτεινή γιορτή και το live έγινε με ενθουσιασμό και χαρά από τον κόσμο». Ο ίδιος ανέφερε ότι στο τέλος της συναυλίας δέχτηκε συγχαρητήρια από τον Δήμαρχο Τρικκαίων, με τον οποίο αντάλλαξαν τηλεφωνικούς αριθμούς.
Ο καλλιτέχνης επισημαίνει, παράλληλα, ότι η αναστάτωση προκλήθηκε από μια μειοψηφία: «Προφανώς, μια αντιπολιτευτική μειοψηφία βρήκε ευκαιρία να πολεμήσει τον Δήμαρχο και τους διοργανωτές του Μύλου των Ξωτικών».
Καταλήγοντας, ο Γιώργος Τσαλίκης χαρακτήρισε τις επιθέσεις «ανυπόστατες» και πρόσθεσε: «Δεν ασχολήθηκα παραπάνω γιατί ‘έφυγε’ το βράδυ ένας οικογενειακός μας φίλος και δεν είχα καμία διάθεση να μιλήσω για φήμες».
Η τοποθέτησή του έκλεισε με το μήνυμα: «Άντε τώρα αφήστε με ήσυχο να κάνουμε ωραίες γιορτές!», επιδιώκοντας να βάλει ένα τέλος στην αντιπαράθεση.
Το περιστατικό συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις, με τον καλλιτέχνη να επιμένει ότι οι αντιδράσεις είναι διογκωμένες και αποτέλεσμα πολιτικών ή προσωπικών σκοπιμοτήτων.