Γράφουν οι Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης
Πολλές από τις πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις πολιτικών στελεχών γεννούν αμφιβολία κατά ποσόν, όλοι όσοι θα διαχειριστούν τις τύχες της Θεσσαλίας μετά από τους διαδοχικούς καταστροφικούς κυκλώνες, έχουν πράγματι συνειδητοποιήσει το πραγματικό διακύβευμα της κρίσιμης αυτής περιόδου, σε σχέση με την ανασυγκρότηση της περιοχής μας συνολικά και του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα ειδικότερα.
Εντελώς ενδεικτικά, την περασμένη εβδομάδα δυο τουλάχιστον υπουργοί επικεντρωθήκαν αποκλειστικά στην καταβολή των αναγκαίων ενισχύσεων στους πληγέντες αγρότες και κτηνοτρόφους, στις επιχορηγήσεις, στις έκτακτες χρηματοδοτήσεις και στην κρατική αρωγή, δίνοντας «λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που έχουν προκύψει».
Ως εδώ καλά. Όμως ο ένας από τους δυο υπουργούς (κ. Τριαντόπουλος, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 12/10/23), με βεβαιότητα ανέφερε πως ο «δυναμικός και με μεγάλες προοπτικές πρωτογενής τομέας …θα ορθοποδήσει και θα επιστρέψει στην πορεία ανάπτυξης των τελευταίων ετών….», προσφέροντας έτσι στους πληγωμένους θεσσαλούς μια αισιόδοξη εικόνα κανονικότητας, εντελώς αβάσιμη κατά την άποψη μας.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την «σιγουριά» του κ. υπουργού.
Μετά από όσα δραματικά συνέβησαν στη Θεσσαλία δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για ψευδαισθήσεις και επικοινωνιακού χαρακτήρα ενέσεις αισιοδοξίας.
Και η ανησυχία μας γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν παρατηρούμε πως απουσιάζει από τις δηλώσεις των αρμόδιων η βασική παράμετρος της ανασυγκρότησης του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα αλλά και συνολικά της οικονομίας της στη Θεσσαλία, που δεν είναι άλλη από την ΑΣΦΑΛΕΙΑ της περιοχής μας απέναντι στους τεράστιους κινδύνους που μας απειλούν, όπως οι έντονες ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ, η παρατεταμένη ΞΗΡΑΣΙΑ και η συνεχιζόμενη καταστροφή των οικοσυστημάτων της.
Και εύλογα οι πολίτες θα αναρωτηθούν εάν πράγματι «ελήφθησαν» από τους αρμόδιους τα εμφατικά μηνύματα που έστειλε η φύση τα τελευταία τρία χρόνια (ας περιοριστούμε σε αυτά), με τον Ιανό, τον Daniel, τον Elias, την παρατεταμένη ανομβρία του περασμένου χειμώνα και βεβαίως τους κατεστραμμένους υπόγειους και επιφανειακούς υδροφορείς στον κάμπο.
Από την πλευρά μας, με την πεποίθηση πως απηχούμε τις προσδοκίες σημαντικού μέρους των προβληματισμένων πολιτών της ανοχύρωτης, όπως αποδείχθηκε, Θεσσαλίας, θα επιχειρήσουμε να στείλουμε ένα μήνυμα προς τους κυβερνώντες: χωρίς έργα και πολιτική ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ η προσπάθεια ανασυγκρότησης δεν θα αποδώσει. Είναι σαν να κτίζουμε πάνω στην άμμο !
Γι’ αυτό πρώτα από όλα τους ζητούμε να μελετήσουν συνολικά και σε βάθος την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε.
Κανένα από τα (ευπρόσδεκτα) μέτρα αποκατάστασης δεν θα πιάσει τόπο από μόνο του χωρίς να γίνει από μηδενική βάση ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ και ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ του οποίου σχεδιασμού στα νέα δεδομένα.
Ας μην συνεχίσουν, κυβέρνηση και Περιφέρεια, να διαθέτουν αποσπασματικά τους πόρους σε έργα αποκατάστασης όπως παλαιοτέρα, χωρίς να συνειδητοποιούν πως σύντομα θα μας επισκεφθούν και πάλι παρόμοια φαινόμενα.
Με παρόμοιο τρόπο, ευκαιριακά, χωρίς συνολικό σχέδιο και με υποσχέσεις που σύντομα ξεχάστηκαν (ενδεικτικά : φράγμα Μουζακίου, υπόσχεση του ίδιου του πρωθυπουργού), χειρίστηκαν τα θέματα της αντιπλημμυρικής προστασίας μετά τον Ιανό και ιδού τα αποτελέσματα.
Ας αρχίσουν λοιπόν από τα στοιχειώδη. Ας συγκεντρωθούν άμεσα όλες οι εκθέσεις απολογισμού των αρμόδιων οργανισμών (Υπουργεία, Περιφέρεια, Δήμοι, ΔΕΥΑ, ΤΟΕΒ) για τις αστοχίες στις υποδομές αντιπλημμυρικής προστασίας, αρχίζοντας από τις μεγάλες πόλεις και φθάνοντας ως και το τελευταίο χωριό η χωράφι που καταστράφηκε.
Ας γνωρίζουν πως χωρίς την σύνταξη και δημοσιοποίηση αυτών των πορισμάτων θα συμβούν δυο πράγματα.
Αφενός θα αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του υπό συζήτηση σχεδιασμού της αντιπλημμυρικής προστασίας, αφετέρου θα ενισχυθεί αντικειμενικά η νοοτροπία της αδιαφορίας, της απουσίας ελέγχου και της απόδοσης ευθυνών για την προστασία και συντήρηση των υφιστάμενων υποδομών, που αρκετές από αυτές (αναχώματα, γέφυρες κλπ.) δεν ανταποκρίθηκαν στις πρόσφατες πλημμύρες.
Και τότε φυσικά πάει περίπατο η περιβόητη διάθεση τους για «αξιολόγηση» που τόσο συχνά ακούμε να γίνεται λόγος τον τελευταίο καιρό.
Εκτός πια εάν αυτό είναι το σχέδιο των κυβερνώντων, δηλαδή να μην υπάρξουν απολογισμοί και οι πολίτες να μην πληροφορηθούν τις παραλείψεις ή/και ευθύνες του πολιτικού και διοικητικού προσωπικού στον τομέα της αντιπλημμυρικής προστασίας.
Ας ελπίσουμε πως η πραγματική τους διάθεση δεν έχει σχέση με τις δικές μας εικασίες και πως όλοι και όλα όσα συνέβησαν με τις πρόσφατες πλημμύρες θα αξιολογηθούν χωρίς τίποτε να μείνει κρυφό.
Σε ότι αφορά στον σχεδιασμό, ήδη εδώ και χρόνια υπάρχουν στην διάθεση των κυβερνήσεων δυο ολοκληρωμένα ΣΧΕΔΙΑ στο πλαίσιο εφαρμογής σχετικών οδηγιών της ΕΕ, την διαχείριση των υδάτων (ΣΔΛΑΠ, 2017) και για την αντιπλημμυρική προστασία (ΣΔΚΠ, 2018).
Εκτός από αυτά υπάρχει ήδη ένα πλήθος τεχνικών μελετών σε υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, πολλές μάλιστα σε φάση οριστική, που για την ώρα δεν εντάχθηκαν σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Το υλικό αυτό πρέπει να καταγραφεί και να αξιοποιηθεί αναλόγως στα πλαίσια του σχεδιασμού που προαναφέραμε.
Και για να γίνουν όλα αυτά πρέπει επιτέλους να αποκτήσουμε μια σωστή και λειτουργική ΔΙΟΙΚΗΣΗ ώστε να πιάσουν τόπο τα χρήματα που δαπανώνται για τα έργα υποδομής.
Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο το αλαλούμ που παρατηρείται στην επικάλυψη αρμοδιοτήτων, να υπάρχουν έργα που κάνεις να μην γνωρίζει τίνος ιδιοκτησία αποτελούν, σε ποιον έχει ανατεθεί η ευθύνη λειτουργίας τους, ποιοι έχουν αναλάβει τον συστηματικό έλεγχο και την συντήρηση των επί μέρους τμημάτων του έργου, ποιος λογοδοτεί και σε ποιον για τυχόν αβλεψία ή/και ανεπάρκεια, ποιος επιβαρύνεται με το κόστος λειτουργίας τους, ποιοι δικαιούνται να απολαμβάνουν τα οφέλη από τα έργα αυτά κοκ.
Αυτά τα πορίσματα για την τεχνική συμπεριφορά των έργων απέναντι στα πλημμυρικά φαινόμενα του περασμένου μήνα καθώς και τον βαθμό ανταπόκρισης του διοικητικού μηχανισμού στις αντίστοιχες συνθήκες, είναι βέβαιο πως θα βοηθήσουν στο να βελτιωθεί η κατάσταση.
Αναζητείται λοιπόν το θάρρος για ανάληψη των ευθυνών, αναζητείται η τόλμη για καινοτομίες και ριζικές αλλαγές στην διοίκηση, υπηρεσιακή και πολιτική.
Και καθώς αναφερθήκαμε στην διοίκηση σκόπιμο είναι να επαναλάβουμε την πρόταση του συνόλου των θεσσαλικών οργανώσεων που εδώ και δεκαετίες διεκδικούν την δημιουργία ενός ανεξάρτητου, δημόσιου χαρακτήρα, ΦΟΡΕΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΔΑΤΩΝ (ΔΥ), με την συμμετοχή όλων των χρηστών νερού και των σχετιζόμενων με το θέμα (Τοπική Αυτοδιοίκηση – πόσιμο νερό και λύματα, και αντίστοιχοι οργανισμοί/ΤΟΕΒ – ΓΟΕΒ, βιομηχανία, φορείς οικολογικής διαχείρισης, φορείς υγείας, εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής – ΔΕΗ, Επιμελητήρια, επιστημονικές οργανώσεις κοκ).
Ως γνωστόν, η ΔΥ στη χώρα μας βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο και χωρίς υπερβολή οδηγεί εδώ και πολλά χρόνια σε σταδιακή υποβάθμιση σημαντικού αριθμού υδάτινων οικοσυστημάτων.
Η από κοινού συμμετοχή των χρηστών νερού θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για συνεργασία και καλύτερο συντονισμό στα κρίσιμα θέματα των υδάτων (ιδιαίτερα όταν οι χρήσεις είναι ανταγωνιστικές).
Παράλληλα και το αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος θα έχει ένα σταθερό και «θεσμοθετημένο» συνομιλητή για την καλύτερη αντιμετώπιση των σύνθετων αυτών προβλημάτων, των πλημμυρών, της λειψυδρίας, της ξηρασίας, της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων κοκ.
Τέλος σε ότι αφορά στον «Οργανισμό Υδάτων» στη Θεσσαλία, στον οποίο ακροθιγώς αναφέρθηκε πρόσφατα ο κ. Πρωθυπουργός και που είναι πιθανόν να σχετίζεται με την παραγωγή έργων υποδομής που συνδέονται με τις πλημμύρες (και όχι μόνο), θα περιμένουμε μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση της πρότασης για να τοποθετηθούμε.
Σε κάθε περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης υδάτων που διεκδικούν οι φορείς, δεν σχετίζεται με τον πολυεπίπεδο τομέα παραγωγής έργων, ο οποίος έχει διαχρονικές και σοβαρές αδυναμίες, όμως απαιτεί άλλου είδους προγραμματισμό και οργάνωση.
Για να υπάρξει μέλλον στη Θεσσαλία πρέπει πρώτα από όλα να αλλάξει η νοοτροπία των πολιτικών.
Ας αντιληφθούν επιτέλους πως οφείλουν να διοικούν με υπευθυνότητα και με βάση τους κανόνες του σύγχρονου μάνατζμεντ και όχι με την συνήθη λογική του «κατακτητή» ενός φέουδου που έγινε «δικό» τους μέσω μιας εκλογικής διαδικασίας.
Οι πρόσφατες δηλώσεις ενός υπουργού για τον τρόπο διαχείρισης κονδυλίων απέναντι σε δικαιούχους μόλις πριν λίγες ημέρες ήταν χαρακτηριστικές.
Με τέτοιες λογικές το μέλλον της Θεσσαλίας παραμένει αμφίβολο.
Και οι φόβοι μεγαλώνουν εάν σκεφθεί κανείς την τάση φυγής που παρατηρείται σε νέους ανθρώπους, κατά μείζονα λόγο όταν πολλοί νέοι στη Θεσσαλία έχασαν τα πάντα και ενδεχόμενα θα αναζητήσουν την τύχη τους σε μεγάλα αστικά κέντρα η στο εξωτερικό.
Και εάν αυτό συμβεί, τότε ένα αξιόλογο μέρος της γης και των γεωργοκτηνοτροφικών υποδομών στην περιοχή θα εγκαταλειφθεί, με όλες τις οικολογικές και αναπτυξιακές συνέπειες που κάτι τέτοιο θα επιφέρει.
Και μέσα σε όλα ας μην ξεχνάμε και την επισιτιστική ασφάλεια που προστίθεται στις απειλές που ήδη αναφέραμε.
Για όλους αυτούς τους λόγους η μάχη της ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας ΔΕΝ πρέπει να χαθεί.
Και όπως φαίνεται, για την επιτυχία του μεγάλου αυτού κοινωνικού και πολιτικού στόχου δεν αρκεί μόνο να βρεθούν τα χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά απαιτείται να πληρούνται πολύ περισσότερες προϋποθέσεις, στις οποίες οι πολιτικοί μας διαχειριστές οφείλουν να ανταποκριθούν, έστω και εάν οι έως τώρα πρακτικές τους δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ