Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο ήχος των σειρήνων στην Αθήνα σηματοδοτούσε μια ιστορική στιγμή. Ο Ιταλός πρέσβης, Εμανουέλε Γκράτσι, είχε νωρίτερα παραδώσει στον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά ένα τελεσίγραφο που απαιτούσε από την Ελλάδα να επιτρέψει στην Ιταλία να καταλάβει στρατηγικά σημεία της χώρας. Αποφασισμένος, ο Μεταξάς απάντησε στα γαλλικά: «Alors, c’est la guerre» («Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο»), εκφράζοντας την άρνησή του να υποκύψει, μια άρνηση που αποτυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση ως το θρυλικό «Όχι».
Η απόφαση για εισβολή στην Ελλάδα είχε ήδη ληφθεί από το ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο στις 15 Οκτωβρίου, παρά τις αντιρρήσεις του στρατιωτικού επιτελείου, που ανησυχούσε για τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και την ορεινή γεωγραφία της χώρας. Ο Μουσολίνι επιδίωκε να προβάλλει την Ιταλική ισχύ στην περιοχή, φιλοδοξώντας να επισκιάσει τον Χίτλερ. Η επίθεση προγραμματίστηκε να συμπέσει με την επέτειο της «Πορείας προς τη Ρώμη» στις 28 Οκτωβρίου, δίνοντας στη μέρα αυτή διττή σημασία για τον φασιστικό στρατό.
Παρά την αυξανόμενη απειλή, η ζωή στην Αθήνα παρέμενε ζωηρή. Οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν πολιτιστικές εκδηλώσεις, με την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμ Μπατερφλάι» να κλέβει τα φώτα. Ωστόσο, στα βόρεια σύνορα, οι ελληνικές δυνάμεις ήταν ήδη σε επιφυλακή, παρακολουθώντας στενά τις ιταλικές κινήσεις.
Όταν οι Ιταλοί ξεκίνησαν την εισβολή το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, πριν ακόμα λήξει το τελεσίγραφο, η ελληνική απάντηση ήταν άμεση. Πρώτος πεσών ήταν ο στρατιώτης Βασίλειος Τσιαβαλιάρης, ενώ η μάχη εντάθηκε κατά μήκος της Πίνδου. Οι ιταλικές δυνάμεις ξεκίνησαν βομβαρδισμούς στον Πειραιά, την Πάτρα και τη Διώρυγα της Κορίνθου.
Οι Έλληνες υποδέχτηκαν την έναρξη του πολέμου με ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα. Πολίτες κατέκλυσαν τους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα, και το ραδιόφωνο μετέδιδε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν, που κατέληγε με τις λέξεις: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ο πατριωτισμός και η περηφάνια κυρίευσαν τη χώρα, με τους στρατεύσιμους να κατευθύνονται στο μέτωπο με την πίστη ότι αγωνίζονται για την ελευθερία.
Η αντίσταση της Ελλάδας εντυπωσίασε τη διεθνή κοινότητα, κυρίως τη Βρετανία, η οποία εξέφρασε αμέσως τη συμπαράστασή της. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ απέστειλε μήνυμα υποστήριξης, αναγνωρίζοντας το θάρρος του ελληνικού λαού. Στη Σοβιετική Ένωση, που δεσμευόταν από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, επικράτησε σιωπή, ενώ στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Ρούζβελτ έκανε δηλώσεις λύπης. Στην Τουρκία, ο Τύπος εξήρε την ελληνική αντίσταση, εκφράζοντας θαυμασμό και αλληλεγγύη.
Η 28η Οκτωβρίου έγινε για την Ελλάδα σύμβολο αντίστασης και ανεξαρτησίας, ενώ η λαϊκή ανάμνηση του «Όχι» συνεχίζει να τιμάται με παρελάσεις και εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα, αποδεικνύοντας το πνεύμα της ανυπότακτης ελληνικής ψυχής.