«Αφού ήρθα στις φυλακές Τρικάλων ας βγάλω μια φωτογραφία για να τις θυμάμαι», είπε ο αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος, όταν προ ημερών ήρθε στην πόλη μας για να παρουσιάσει το βιβλίο του με τίτλο «Είμαστε αστρόσκονη».
Όμως οι φυλακές που λειτουργούσαν στα Τρίκαλα από το 1895 ως το 2006 δεν υπάρχουν πλέον.
Φροντίσαμε να τις ξεπαστρέψουμε και μαζί με αυτές σβήσαμε κάθε ιστορική μνήμη.
Έτσι όταν ο κ. Σιμόπουλος εξέφρασε την επιθυμία να φωτογραφηθεί πίσω από τα σίδερα της φυλακής,- διότι προφανώς γνώριζε την ιστορία τους- οι διοργανωτές της εκδήλωσης αναγκάστηκαν να τον πάνε στο χώρο, όπου παλαιότερα ήταν το διοικητήριο των φυλακών.
Εκεί από θαύμα έχουν διατηρηθεί οι παλιές σιδερένιες πόρτες, οι οποίες όμως δεν είναι ίδιες με εκείνες των φυλακών.
Οι πόρτες στο χώρο των φυλακών, όπου και στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Τσιτσάνη, ήταν σιδερένιες, συμπαγείς και είχαν ένα μικρό άνοιγμα που το ονόμαζαν «παραθυράκι του δεσμοφύλακα», διότι συχνά πυκνά ο δεσμοφύλακας από εκεί κοιτούσε για να ελέγξει τους κρατούμενους.
Όταν ξεκίνησε η ανακαίνιση του κτιρίου τόσο ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος όσο κι εγώ με επιστολές στον τοπικό τύπο – εγώ έστειλα και προσωπική επιστολή στον δήμαρχο κ. Λάππα– προσπαθήσαμε να πείσουμε τους αρμόδιους να διατηρήσουν, για ιστορικούς λόγους, ένα θάλαμο των φυλακισμένων.
Κι αν όχι έναν θάλαμο, τουλάχιστον να κρατήσουν τις σιδεριές στα παράθυρα και κυρίως να διατηρήσουν τις πόρτες.
«Γιατί ειδικά τις πόρτες;» θα ρωτήσει κάποιος. Επειδή οι πόρτες αυτές είχαν μια ιστορία.
Όταν κατά τον εμφύλιο, έπαιρναν τα ξημερώματα τους καταδικασμένους σε θάνατο κομμουνιστές για να τους εκτελέσουν στα Νταμάρια, από το παραθυράκι του δεσμοφύλακα αποχαιρετούσαν τους συντρόφους τους που τους κατευόδωναν με την ευχή. «Στο καλό. Θα συναντηθούμε σύντομα».
(Μαρτυρία του αντάρτη της ομάδας Βελουχιώτη Αλκιβιάδη Ζαμπακά από το χωριό Βαλτινό, ο οποίος ήταν έγκλειστος για μεγάλο χρονικό διάστημα στις φυλακές Τρικάλων).
Όταν λοιπόν οι σιδερένιες αυτές πόρτες έχουν μια τόσο συγκινητική ιστορία, είναι ιεροσυλία να τις ξηλώνεις και να τις αντικαθιστάς με δρύινες.
Δεν είναι θέμα μόνο ιστορικής γνώσης αλλά και θέμα αισθητικής. Αν είχαν διατηρηθεί στη θέση τους, είναι βέβαιο πως το Μουσείο Τσιτσάνη θα είχε μια άλλη ατμόσφαιρα.
Όμως είναι πλέον αργά να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα.
Ας ελπίζουμε πως ο Μουσειολόγος που θα αναλάβει να σουλουπώσει το Μουσείο Τσιτσάνη, σε ανάμνηση της συγκλονιστικής στιγμής του αποχαιρετισμού των μελλοθανάτων, θα αναρτήσει δίπλα σε μια από τις δρύινες πόρτες, τη φωτογραφία μιας σιδερένιας μαζί με τη μαρτυρία του Ζαμπακά. Το χρωστάμε ως πόλη σε όλους αυτούς που πέρασαν από τις τρικαλινές φυλακές και τουφεκίστηκαν στα Νταμάρια.
Καλή η τεχνολογία αλλά αυτό που αναδεικνύει ένα χώρο και συγκινεί τον επισκέπτη είναι ο ανθρώπινος λόγος. Οι μαρτυρίες ανθρώπων που βιώσαν γεγονότα και καταστάσεις, τις οποίες οι νεότεροι ούτε καν μπορούν να φανταστούν.
Μαρούλα Κλιάφα