Ένας χρόνος συμπληρώθηκε από τότε που η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας. Αν μη τι άλλο, η κυβερνητική αποτυχία της ΝΔ στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι πασιφανής. Τι οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα; Δεν είναι απλώς η κόπωση από την «καραντίνα» διαρκείας. Δεν είναι που έχουμε φτάσει στην κατάντια να… συνηθίζουμε την ανακοίνωση δεκάδων θανάτων κάθε μέρα. Δεν είναι μόνο η φτωχοποίηση των Ελλήνων, που μετατρέπεται σε μια δεύτερη πανδημία ένδειας. Δεν είναι η λαϊκή αντίδραση στην πρωθυπουργική ασυλία για τα φαγοπότι στην Ικαρία, την ποδηλατάδα στην Πάρνηθα, τους καφέδες στο Κολωνάκι εν μέσω χιονιά και για τόσα άλλα. Ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της Κοινωνίας δυσφορεί πλέον ανοιχτά με την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας στο σύνολό της. Η δυσπιστία, η αγανάκτηση, η οργή και η αβεβαιότητα για το μέλλον κυριαρχούν σαν συναισθήματα μέσα στην Κοινωνία.
Η κυβερνητική ανικανότητα-επικινδυνότητα γίνεται φανερή σε κάθε απόφαση. Από την αρχή της πανδημίας επέλεξε να ονομάσει «σχέδιο διαχείρισης» την μηχανική αντιγραφή μέτρων και πρωτοκόλλων που εφαρμόζονται στην Γαλλία και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να διαθέσει χρήμα για την θωράκιση του συστήματος υγείας και για την στήριξη της οικονομίας. Επέλεξε μια τακτική κέρδους πολιτικού χρόνου, που στοίχισε και συνεχίζει να στοιχίζει ανθρώπινες ζωές, με μοναδικό ορίζοντα την αναμονή του «πολυπόθητου εμβολίου». Με τον τρόπο αυτό κατέστησε την Χώρα έρμαιο της επιθυμίας των φαρμακοβιομηχανιών για κέρδος, αλλά και της ανικανότητας της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Αυτό που έμενε στο τέλος ως μοναδική κυβερνητική στρατηγική ήταν το κέλυφος των «λοκντάουν-ακορντεόν» της κοινωνικής αποστασιοποίησης και ο πειθαναγκασμός της Κοινωνίας σε παράλογες αποφάσεις. Πάντα, βεβαίως, «για το καλό της».
Εν μέσω μιας επικοινωνιακής φασαρίας, που διαμορφώνει την επιδημιολογική εικόνα κατά το δοκούν, που χειραγωγεί τον αριθμό των κρουσμάτων παίζοντας ύπουλα παιχνίδια με τον αριθμό των τεστ, ανάλογα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και πάντα «πολύ επιστημονικά», επέβαλλαν για καιρό στον δημόσιο διάλογο ως βασικό θέμα τον «συνωστισμό» σε πάρκα και πλατείες, την διατήρηση κάποιων στοιχείων κοινωνικής συναναστροφής, λες και θα μπορούσε κανείς να επιβιώσει αξιοπρεπώς, μετά από τόσους μήνες «λοκντάουν», κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, μπροστά στην οθόνη της τηλεργασίας ή βγαίνοντας μόνο για δουλειά και σούπερ μάρκετ.
«Κάντε υπομονή» μας λένε και «θα υπάρξει χαλάρωση των μέτρων», καθώς και «επιστροφή σε μια μερική κανονικότητα». Κι όταν λένε «μερική κανονικότητα» η όποια συζήτηση εξαντλείται στην με κάποιον τρόπο μισολειτουργία των καταστημάτων λιανικού εμπορίου, έστω για να φανεί η «ψευδής» εικόνα κίνησης της αγοράς. Και βεβαίως, όσο πλησιάζει το καλοκαίρι, αρχίζει πάλι η συζήτηση για το «άνοιγμα του τουρισμού», με ή χωρίς «πιστοποιητικό εμβολιασμού». Η εικόνα όμως, από την αγορά δείχνει ότι πολλά από τα μαγαζιά δεν θα καταφέρουν να ξανανοίξουν, ειδικά στον χώρο της εστίασης ή του λιανεμπορίου, ενώ η κυβερνητική παλινωδία του «άνοιξε κλείσε» του τελευταίου εξαμήνου κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κατάστασή τους. Την ίδια στιγμή, δεν τίθεται καν στον δημόσιο διάλογο η μοίρα άλλων τομέων της κοινωνικής δραστηριότητας. Η εκπαίδευση (με τις τεράστιες γνωστικές, κοινωνικές και ψυχολογικές μαύρες τρύπες, που θα αφήσει η καινοτομία της «τηλεκπαίδευσης» σε μια ολόκληρη γενιά), ο πολιτισμός, η αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, που θα επιταχυνθεί με την επερχόμενη φτωχοποίηση, η οποία θα φανεί ακόμη πιο καθαρά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Για όλα τα παραπάνω, εδώ κι έναν χρόνο υπήρξε η ένοχη σιωπή σύσσωμου του εγχώριου πολιτικού συστήματος, το οποίο αποδέχτηκε ως μονόδρομο μια τέτοιου τύπου διαχείριση. Με την αντιπολίτευση του «δημοκρατικού τόξου» να είναι ανίκανη να αρθρώσει λόγο που να αντιπαρατίθεται επί της ουσίας στα παράλογα και καταστροφικά μέτρα, που επέβαλαν οι κυβερνώντες της ΝΔ στο όνομα «της επιστήμης και του ορθολογισμού». Εγκλωβισμένος όλος ο καθεστωτικός πολιτικός κόσμος σε μια επικοινωνιακού τύπου στείρα πολιτική, εξαντλεί την αντιπαράθεσή του, σε δευτερεύουσες κοκορομαχίες, χωρίς ουσιαστική εναλλακτική πρόταση για τα βασικά, εντελώς ανίκανη να δώσει απαντήσεις στις αγωνίες και διέξοδο στην δυσφορία των Ελλήνων.
Η επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής είχε σαν προαπαιτούμενο απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης, η οποία θα είχε σαφή Εθνικό και Λαϊκό περιεχόμενο. Εξού και η πλήρης αποσιώπηση των πραγματικά αντιπολιτευόμενων φωνών, που βεβαίως αυτή την στιγμή βρίσκονται εκτός κοινοβουλίου και εκτός συστημικής διαχείρισης.
Γιώργος Μισιάκας