Με το τέλος του Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν το 7% της Κύπρου. Είχαν καταφέρει να ενώσουν το προγεφύρωμά τους με τον μεγάλο θύλακα του Κιόνελι, βορείως της Λευκωσίας. Έλεγχαν το λιμάνι της Κερύνειας, γεγονός που τους επέτρεπε να αυξήσουν τους ρυθμούς ανεφοδιασμού των δυνάμεών τους. Το λιμάνι της Κερύνειας ήτανε σημαντικό για μεταφορά οπλισμού από την Τουρκία τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στη δεύτερη εισβολή.
Στις 25 Ιουλίου, με πρωτοβουλία της Αγγλίας, άρχισαν στη Γενεύη της Ελβετίας ειρηνευτικές συνομιλίες με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Οι συνομιλίες διήρκεσαν 5 ημέρες. Στις 30 Ιουλίου υπογράφηκε διακήρυξη με την οποία καλούνταν «οι αντίπαλες δυνάμεις στην Κύπρο να σταματήσουν κάθε επιθετική ή εχθρική δραστηριότητα».
Στις 29 Ιουλίου το Συμβούλιο της Ευρώπης πέρασε το Ψήφισμα 573 στο οποίο καταδίκαζε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο και αναγνώριζε το δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει για να αποκαταστήσει το προ-πραξικοπηματικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960.
Στις 8 Αυγούστου επαναλήφθηκαν στη Γενεύη οι συνομιλίες, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά και των εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής κοινότητας (Γλαύκου Κληρίδη) και της τουρκοκυπριακής κοινότητας (Ραούφ Ντενκτάς).Ο Τούρκος υπ. Εξωτερικών, Τουράν Γκιουνές, ζήτησε να αποδεχτεί η ελληνική πλευρά ομοσπονδοποίηση και διαχωρισμό πληθυσμού με το 34% του εδάφους να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους. Ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε επίμονα αναβολή των συνομιλιών, ώστε να του παρασχεθεί χρόνος (36 εως 48 ώρες) να διαβουλευθεί με την ελληνική και κυπριακή πολιτική ηγεσία. Αργά το βράδυ της 13ης Αυγούστου ο Γκιουνές, ισχυρίστηκε πως οι Ελληνοκύπριοι παίζουν παιχνίδια με τον χρόνο και πως ο Κληρίδης έπρεπε να απαντήσει αμέσως αλλιώς ναυαγούν οι συνομιλίες. Την αυγή της 14ης Αυγούστου η Τουρκία εξαπέλυσε νέα μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση. Ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής είχε αρχίσει.
Στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση των Τούρκων (Αττίλας II) η οποία κράτησε 3 ημέρες, ενώ μέλη της ελληνοκυπριακής ΕΟΚΑ Β’ – υπεύθυνης για το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου του 1974 – προέβησαν σε σφαγές αμάχων στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρη, και Αλόα, τις οποίες τα Ηνωμένα Έθνη τις περιέγραψαν ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι θα κατακτούσαν εντέλει περισσότερο από ό,τι ζητούσαν στη Γενεύη πριν λίγες ώρες.
Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν χωρισμένες σε 3 τομείς, Δυτικό, Κεντρώο και Ανατολικό. Το σχέδιο των ελληνοκυπριακών δυνάμεων ήταν η ασθενής άμυνα και υποχώρηση έως μια προσχεδιασμένη αμυντική γραμμή, τη «Γραμμή Τρόοδους». Πιο ενισχυμένος τομέας ήταν ο Ανατολικός, για τον οποίο υπήρχε η άποψη πως θα ήταν το κύριο πεδίο δράσης της τουρκικής επιθετικότητας. Συνολικά, υπήρχαν 20 χιλιάδες άντρες στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς και 21 άρματα μάχης τύπου Τ-34.
Στις τουρκικές δυνάμεις υπήρχαν 40 χιλιάδες άντρες και 200- 260 άρματα. Το τουρκικό σχέδιο είχε δύο φάσεις. Ανατολικά να επιτεθούν έως ότου ενώσουν τον θύλακα της Αμμοχώστου με τις υπόλοιπες δυνάμεις που έλεγχαν, ενώ άλλη ομάδα δυνάμεων θα προχωρούσε δυτικά έως ότου προσεγγίσει τη Γραμμή Τρόοδους.
Στον Ανατολικό Τομέα, οι Τούρκοι ξεκίνησαν με βολές πυροβολικού συνεπικουρούμενοι από την αεροπορία, εναντίον των ελληνικών θέσεων. Τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο χωριό Μια Μηλιά. Αρχικά αποκρούστηκαν, αλλά μετά την ενίσχυσή τους με τεθωρακισμένα, το ΓΕΕΦ διέταξε τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη γραμμή Τρόοδους. Έτσι οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό. Υποχωρώντας οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις δεχόντουσαν πυρά της αεροπορίας, τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση της γραμμής άμυνας και μέχρι τις 12:30, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν φτάσει στην Αμμόχωστο.
Η βομβαρδισμένη Αμμόχωστος
- Στις 25 Αυγούστου του ’74, με πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, ξανάρχισαν οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ήθελε ομοσπονδιοποίηση με ανταλλαγή πληθυσμών, ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την ομοσπονδία αλλά χωρίς ανταλλαγή πληθυσμών. Τελικά τον Αύγουστο του 1975, επήλθε συμφωνία η οποία είναι γνωστή με το όνομα Συμφωνία της Γ΄ Βιέννης. Η τουρκοκυπριακή ερμηνεία διατηρεί την άποψη ότι πρόκειται για συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών ενώ η ελληνοκυπριακή ότι επρόκειτο για προσωρινό ανθρωπιστικό μέτρο. Οι συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού συνεχίζονται μέχρι σήμερα…