Το νέο περιστατικό εκτροχιασμού τραίνου στην Καλλιπεύκη-Δομοκού, αναδεικνύει ότι ο σιδηρόδρομος και τώρα που είναι ακόμα στην ιδιοκτησία του καπιταλιστικού κράτους, ενδιαφέρεται μόνο για την αύξηση της κερδοφορίας του και όχι για την ασφαλή μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων, αφού αποτελούν κόστος. Αυτό το σκοπό υπηρετεί η κυβερνητική πολιτική της σημερινής, αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Μη την πλήρη «απελευθέρωση» – ιδιωτικοποίηση αυτή η πολιτική θα ενταθεί και τέτοια συμβάντα, βάζοντας σε κίνδυνο περισσότερες ανθρώπινες ζωές, θα πολλαπλασιαστούν, γιατί θα αυξηθεί η εντατικοποίηση της δουλειάς των εργαζομένων, με χειρότερους όρους, μικρότερους μισθούς, η συντήρηση τροχαίου υλικού και γραμμής, καθώς και η ασφάλεια κυκλοφορίας θα είναι πάντα κάτω από τη «δαμόκλεια σπάθα» της κερδοφορίας της επιχείρησης.
Πρόκειται για πολιτική που ακολουθείται σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε παρά τη διαφορετική δημοσιονομική τους κατάσταση και τη διαφορετική ποιότητα των σιδηροδρομικών δικτύων τους. Η προώθηση της «απελευθέρωσης» οδηγεί σε πρόσθετη επιβάρυνση στα κόμιστρα που καλείται να πληρώσει η λαϊκή οικογένεια και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων και του πραγματικού μισθού των εργαζόμενων του κλάδου. Βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής είναι ο διαχωρισμός του σιδηροδρομικού δικτύου και των υποδομών απ' το μεταφορικό έργο, ώστε να διασφαλιστεί η δυνατότητα εκμετάλλευσης της ενιαίας κρατικής υποδομής από διάφορους ιδιωτικούς ομίλους προς όφελός τους.
Στη χώρα μας η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με τις κοινοτικές οδηγίες απελευθέρωσης ξεκίνησε από το 1997 με νομοθετικές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, προχώρησε η σταδιακή αναδιάρθρωση του ΟΣΕ, η οποία οδήγησε στο διαχωρισμό της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (εταιρία εκμετάλλευσης του δικτύου) απ' τις υπόλοιπες εταιρίες του ΟΣΕ, με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Υλοποιήθηκε η κατάργηση μεγάλου αριθμού δρομολογίων, η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων και η μείωση του προσωπικού του ΟΣΕ.
Πολλά έργα σιδηροδρομικής υποδομής που χρυσοπληρώθηκαν από τον ΟΣΕ έμειναν ημιτελή και άλλα δεν χρησιμοποιηθήκαν, με αποτέλεσμα το ελληνικό δίκτυο να βρίσκεται σε πορεία συρρίκνωσης. Γενικότερα η ανάπτυξη ενός σύγχρονου σιδηροδρομικού δικτύου που να καλύπτει το σύνολο της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν αποτέλεσε προτεραιότητα της ελληνικής αστικής πολιτικής.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που προπαγανδίζει το νοικοκύρεμα του χρέους και αναφέρεται στη ζημιογόνα λειτουργία του ΟΣΕ που έγινε λόγω της πολιτικής στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου, συνεχίζει την πολιτική ιδιωτικοποίησής του σιδηρόδρομου και της παράδοσης του στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτό υπηρετούν τα όποια έργα προγραμματίζει ή υλοποιεί σήμερα.
Οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν χρωστάνε τίποτα. Την κρίση και το χρέος να πληρώσει η πλουτοκρατία. Να απορρίψουν τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης και των κεφαλαιοκρατών πως οι επιλογές τους επιβάλλονται λόγω της κρίσης και του χρέους για να μειωθούν τα ελλείμματα που πληρώνει ο λαός. Οι εργαζόμενοι, γενικότερα τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας μας, έχουν ανάγκη από σύγχρονες, ποιοτικές, φτηνές και ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές.
Η Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας, στηρίζει:
* Κάθε προσπάθεια των εργαζόμενων στον σιδηρόδρομο που θα έχει καθαρό μέτωπο ενάντια σε κάθε είδους ιδιωτικοποίηση των ελληνικών σιδηροδρόμων
* Κάθε προσπάθεια που θα εναντιώνεται στις αποφάσεις και κατευθύνσεις της Ε.Ε για απελευθέρωση των σιδηροδρομικών μεταφορών, όπως από την συνθήκη του
Μάαστριχ έχει αποφασιστεί.
Καλεί τα συνδικάτα, τις λαϊκές οργανώσεις, να καταδικάσουν τα κυβερνητικά σχέδια ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ, να πάρουν πρωτοβουλίες αποκάλυψης και ανάσχεσης των αντιλαϊκών αυτών σχεδίων. Η κάλυψη των λαϊκών αναγκών για καθολικές, φτηνές, ποιοτικές, ασφαλείς μετακινήσεις και μεταφορές προϋποθέτει οι υποδομές, τα μέσα και η διεξαγωγή των μεταφορών να λειτουργήσουν με κοινωνική ιδιοκτησία, κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο στο πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας.
Για αυτό πρέπει να δυναμώσει ο αγώνας για μια φιλολαϊκή ανάπτυξη με το λαό στην εξουσία, όπου ο ελληνικός σιδηρόδρομος θα είναι λαϊκή περιουσία, ενταγμένος σε ένα κεντρικό κρατικό φορέα μεταφορών και θα λειτουργεί με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες.