Το παρατεταμένο άγχος αποδεικνύεται επιβλαβές για τον εγκέφαλο και την υγεία γενικότερα καθώς μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια μνήμης ή γαστροοισοφαγικές παθήσεις. Η καθημερινότητα στη σύγχρονη εποχή είναι πιεστική με γρήγορους ρυθμούς γεγονός που εντείνει το άγχος γι αυτό είναι ανάγκη να βρίσκουμε τρόπους να χαλαρώνουμε για την άμβλυνσή του.
Το να έχει κάποιος άγχος κάθε τόσο είναι κανονικό. Η μόνιμη όμως κατάσταση άγχους μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το σώμα και το πνεύμα. Το άγχος προκαλεί κόπωση, προβλήματα ύπνου, διαταραχές στη διατροφή ακόμη και στην σεξουαλική διάθεση. Επίσης έχει αποδειχθεί ότι το έντονο άγχος συνδέεται με σοβαρές ασθένειες, όπως ο διαβήτης και γαστροοισοφαγικές ασθένειες.
Αλλά πώς επηρεάζει ειδικότερα τον εγκέφαλο; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε πρόσφατα ερευνητική ομάδα του Harvard Medical School της Βοστώνης. Οι Αμερικανοί ερευνητές μελέτησαν πάνω από 2.000 μεσήλικες μέσα σε ένα χρονικό διάστημα οκτώ ετών. Στην αρχή της έρευνας οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά από ψυχολογικά τεστ, τεστ μνήμης και τεστ σκέψης. Οι ερευνητές ανέλυσαν στη συνέχεια τα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα των ανθρώπων που συμμετείχαν στην έρευνα.
Σημαντική η χαλάρωση και η τακτική επικοινωνία τους γιατρούς
Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη που συνδέεται με το στρες: σε περίπτωση άγχους τα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα αυξάνονται. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με υψηλό επίπεδο κορτιζόλης έχουν φτωχότερη μνήμη από τα άτομα στα οποία η κορτιζόλη βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Στα ίδια άτομα εντοπίστηκαν ακόμη πρώιμες ενδείξεις απώλειας μνήμης.
Η ίδια έρευνα, σύμφωνα με δημοσίευμα της deutsche welle, μάλιστα έδειξε ότι άτομα με έντονο στρες εμφάνιζαν πιο συχνά συμπτώματα απώλειας μνήμης, όπως εξηγεί ο Δρ. Τζάστιν Μπ. Εσουφό-Τσεγκί, συγγραφέας της μελέτης. Μάλιστα όπως σημειώνει ο ίδιος χαρακτηριστικά «είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους για να μειώσουμε το άγχος για παράδειγμα με αρκετό ύπνο, τακτική άσκηση αλλά και τεχνικές χαλάρωσης που μπορούν να ενσωματωθούν στην καθημερινή ρουτίνα.» Ο ειδικός υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της σωστής και τακτικής επικοινωνίας με το γιατρό σχετικά με τον έλεγχο του άγχους και τα επίπεδα κορτιζόλης και τη λήψη κατάλληλων φαρμάκων «αν χρειαστεί».