Η Κρηνίτσα (Τοπική Κοινότητα Κρηνίτσης – Δημοτική Ενότητα ΠΑΛΗΟΚΑΣΤΡΟΥ), ανήκει στον δήμο ΤΡΙΚΚΑΙΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας ΤΡΙΚΑΛΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα ημέρα πένθους. Η καμπάνα χτυπά θλιμμένα από το πρωί. Οι νοικοκυρές, άφαντες, πενθούν. Περιμένουν τα αγόρια να τραγουδήσουν: Σήμερα μαύρος ουρανός… συζητώντας με τον πατέρα μου Θεόδωρο Αποστόλου γυρίσαμε λίγο στα παλιά στα παιδικά του χρόνια και η μία κουβέντα έφερε την άλλη.
Έτσι αποφάσισα να πάρω μολύβι και χαρτί να καταγράψω όσα συνέβαιναν Μεγάλη Παρασκευή κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής 1941-1944 στο χωριό μου, την όμορφη Κρηνίτσα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή ξυπνούσαμε νωρίς, άρχισε να διηγείται ο πατέρας μου τα αγόρια και τα κορίτσια. Τα κορίτσια μάζευαν λουλούδια από τους κήπους του χωριού για να στολίσουν τον επιτάφιο. Τότε δεν αγοράζαμε λουλούδια όπως σήμερα. Μοσχοβολούσε η Εκκλησία όταν στολίζαμε τον Επιτάφιο από το μεθυστικό άρωμα της Πασχαλιάς, της ακακίας και της λεβάντας. Εμείς τα αγόρια μέχρι 12 χρονών είχαμε την τιμητική μας. Γυρίζαμε όλα τα σπίτια του χωριού για να τραγουδήσουμε το Μαύρο Ουρανό.
Ξεκινούσαμε πρώτα –πρώτα από το σπίτι του παπά. Πηγαίναμε παρέα δυο – δυο και είχαμε ένα καλάθι, σπάνια παίρναμε ο καθένα το καλάθι του, λειτουργούσαμε σαν ομάδα και δεν μαλώναμε. Όταν τελειώναμε μοιράζαμε τα καλούδια. Οι νοικοκυρές μας έδιναν καμιά δεκαρίτσα και σπάνια μας έδιναν πενηνταράκι. Θυμάμαι μια Μεγάλη Παρασκευή δεκάρα – δεκάρα είχα μαζέψει 2,5 δραχμές. Εξήντα πέντε οικογένειες ήταν τότε στην Κρηνίτσα. Μην κοιτάς σήμερα που διπλασιάστηκε το χωριό μας. Μας έδιναν επίσης ξυλοκέρατα, κανένα λουκουμάκι, καραμελίτσες και αυγά. Τα αυγά ήταν κυρίως άσπρα. Σπάνια μας έδιναν κόκκινα αυγά. Τη Μεγάλη Παρασκευή παίρναμε το αίμα μας πίσω γιατί του Λαζάρου στην Κρηνίτσα μόνο τα κορίτσια τραγουδούσαν.
Έτσι συμμετείχαμε κι εμείς στο πένθος. Ήταν πολύ συγκινητικό να τραγουδάμε το μοιρολόγι της Παναγίας. Εγώ ήμουν ορφανός είπε ο πατέρας μου και με άγγιζαν περισσότερο τα λόγια από όσο άγγιζαν τα άλλα παιδιά και τότε ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του. Χαμογέλασε για να κρύψει τη συγκίνησή του και άρχισε να τραγουδά το μοιρολόγι:
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι
Για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,
το γιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυρανάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο
και τρια μυροδόσταμο για να ρθει ο λογισμός της,
Και σαν της ήρθε ο λογισμός, και σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητά σκοινί να κρεμαστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κυρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιότερα βλέπει τον Αη Γιάννη,
Αγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις•
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρές μεγάλες!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με εξήντα δυο καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλο αφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.
Και του χρόνου
Μεγάλο το μοιρολόγι της Παναγιάς είπα. Σπάνια το ακούμε ολόκληρο. Και τότε συμπλήρωσε ο πατέρας μου, δεν μας αφήναν να το πούμε μέχρι τέλος. Μας σταματούσαν φτάνει…φτάνει έλεγαν οι νοικοκυρές και μας κερνούσαν. Ωραία χρόνια ανέμελα. Έτσι είναι τα παιδικά χρόνια ανέμελα. Τότε θυμήθηκα την Εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου όπου γινόταν η αποκαθήλωση του Χριστού και ξενυχτούσαμε στην εκκλησία ψάλλοντας τον Μαύρο Ουρανό ή τη Ζωή εν Τάφω. Το ξημέρωμα μας εύρισκε στους κήπους του χωριού για το μάζεμα των λουλουδιών και το στόλισμα του Επιτάφιου. Οι καμπάνες κάθε Μεγάλη Παρασκευή συνεχίζουν να χτυπούν πένθιμα τα παιδιά συνεχίζουν να τραγουδάνε τον Μαύρο Ουρανό στην Κρηνίτσα και να μεταφέρουν το μήνυμα του Θείου Δράματος σε όλους.
Φέτος δεν θα έρθουν τα παιδιά να φέρουν το πένθιμο μήνυμα. Θα θρηνήσουμε στο σπίτι μας ο καθένας με την οικογένειά του για να μπορέσουμε του χρόνου όλοι μαζί ξανά να γιορτάσουμε τα Πάθη και την Ανάσταση του Κυρίου !!!
Και του χρόνου.
Καλή Ανάσταση σε όλους.
Μαριάννα Αποστόλου,Πρόεδρος του Συλλόγου Κρηνίτσας Ε.ΠΟ.Σ.