Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η κατάσταση του καπνίσματος – ενεργητικού και παθητικού – προκαλεί καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου.
Συγκεκριμένα, το ενεργητικό κάπνισμα μπορεί να δημιουργήσει από άσθμα μέχρι καρκίνο του πνεύμονα, του λάρυγγα ή του οισοφάγου.
Ωστόσο, και το είδος του παθητικού καπνίσματος προκαλεί δυσφορία και άλλες βλάβες ιδίως σε άτομα μικρής και παιδικής ηλικίας.
Παρά ταύτα, η έκταση που έχει γνωρίσει το τελευταίο διάστημα η δριμύτατη εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου είναι αξιοπαρατήρητη.
Καταστήματα που λειτουργούν τις βραδινές ώρες ως bars και των οποίων οι δημιουργοί κοπίασαν προκειμένου να ορθοποδήσουν από αυτά, αφού αποτελούν την μοναδική πηγή εσόδων τους, βιώνουν ιδιαίτερη οικονομική ζημία.
Αυτό συμβαίνει για τον λόγο ότι μειώνεται όλο και περισσότερο ο αριθμός των πελατών που τα επισκέπτονται, αφού το φαινόμενο του καπνίσματος έχει συνδυαστεί με άλλες συνήθειες όπως εκείνη του ποτού.
Ακόμη, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον εν λόγω νόμο ακόμη και ως ένα είδος διάκρισης κατά των καπνιστών οι οποίοι αναγκάζονται να βγαίνουν έξω από τα καταστήματα προκειμένου να καπνίσουν με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν και προβλήματα υγείας (βρογχίτιδα τον χειμώνα).
Και εφόσον το τσιγάρο θεωρείται εξάρτηση, δεν γίνεται να τους πει κάποιος «μην καπνίζεις!» και απλώς να σταματήσουν!
Αυτό επομένως, που θα θεωρούταν πρέπον και δίκαιο είναι η διαμόρφωση δύο χώρων σε κάθε κατάστημα: καπνιζόντων και μη καπνιζόντων.
Δεν καθίσταται επ’ ουδενί απαραίτητη η θέσπιση ακραίων αντικαπνιστικών μέτρων, όπως η ανάμειξη και ρύθμισή τους από το σώμα της ΕΛ.ΑΣ.!