Γράφει ο Ευάγγελος Κουτσίμπελας
Την 22.12.1969 ξεκίνησα με το φορτοεπιβατικόν τοῦ Παναγιώτη πού ἐκτελοῦσε το δρομολόγιο Τρίκαλα-Πύλη-Βαθύρεμμα-Μεσοχώρα να πάμε στο χωριό για Χριστούγεννα .Τώρα γιατί τα γράφω αὐτά μεσοκαλόκαιρο ; να γιατί στις πρόσφατες πλημμῦρες μπῆκαν πάλι νερά στο ὑπόγειο, βρῆκα μερικές παλιές φωτογραφίες σε καλή κατάσταση κι εἶπα να γράψω κάτι, γιατί μέχρι τα Χριστούγεννα ποιός ζάει ποιός πεθαίνει .Ξεκινήσαμε την 10ην πρωϊνήν ἀπο την Κληματαριά, πήραμε ἐπιβάτες, φορτώσαμε μπόγους ,πράγματα διάφορα ,τσιαμασλίδια ,, τσιουβάλια ,δισσάκια, τροβάδες και ὅταν φθάσαμε στην Πύλη πήραμε κι ἄλλους, διαβήκαμε τα Κούτσαινα και ὅταν φθάσαμε στοῦ Ζαμπάκα ἡ κατάσταση ἄρχισε να δυσκολεύει . Ἄρχισε να πέφτει νέο χιόνι πάνω στο παλιό που ἦταν παγωμένο, πήραμε το δρόμο για την Κυδωνιά ,εκ τοῦ σημείου ἐκείνου περνοῦσε τότε ὁ δρόμος για να διαβεῖς τον ὀρεινό ὄγκο τῆς Γκρόπας ,ἀπεκεῖθε πέρναγε και ἡ παλιά στράτα , στα μετέπειτα χρόνια ἔκριναν σκόπιμο να περάσει ὁ δρόμος ἀπο το στεφάνι μέχρι τον αὐχένα τῆς Γκρόπας κατόπιν στα πρόσφατα χρόνια και ἀφοῦ λαχτάρησαν χιλιάδες ἐπιβάτες περνῶντας το στεφάνι , οἱ ἁρμόδιοι ἐργολάβοι και οἱ συν αὐτῷ ἀπεφάσισαν να φτιάξουν σήραγγα , ἄλλα λεφτά , ἄλλοι παράδες, τώρα ἀκούγεται κάτι για ἀερογέφυρα .Διακόσια μέτρα πρίν την κορυφή τῆς Κυδωνιᾶς ὁ Παναγιώτης ὡς ὁδηγός και ὑπεύθυνος , κατεβαίνει και φωνάζει ὅσοι εἴμαστε στην καρότσα να κατεβοῦμε γιατί κολλήσαμε στο χιόνι , ἄρχισε να βγάζει τα σύνεργα , κασμάδες , φτυάρια ,λοστός , ἁλυσίδες, το λοστό τον ἔδωσε σε μένα κι ἔναν ἄλλο ἐπιβάτη , ἐσεῖς θα πάτε μπροστά και θα χτυπάτε τον πάγο με τον λοστό μέχρι την κορυφή , μοίρασε τα φτυάρια και τους κασμάδες και ὁ ἴδιος ἄρχισε να τοποθετεῖ τις ἁλυσίδες.Πιάσαμε δουλειά , διήρκησεν περίπου δύο ὧρες μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή, ὅπου δυσκόλευαν τα πράγματα οἱ ἐπιβάτες σπρώχναν το φορτηγό.Μόλις πήραμε την κατηφόρα ἀνασάναμε , παγωμένοι ὁ ἕνας δίπλα στον ἄλλον , κάποιοι που ἔστριψαν ἕνα τσιγάρο λαθραῖο ἔφεραν διαμαρτυρίες μερικῶν γυναικῶν , σβῆσε την τσιγάρα σου , μας φέρνει ἐμετό , τότε δεν ὑπῆρχαν οἱ νόμοι τῶν ἔξυπνων πόλεων ,που ἀπαγορεύουν το κάπνισμα με πρόστιμο , ἄν και το τσιγάρο πάντα ἦταν ὑπο διωγμόν, το ἐρώτημα που πλανᾶται εἶναι με τι θα το ἀντικαταστήσουν ὅταν ἀπαγορευθεῖ τελείως .Κατεβήκαμε τον παλιό δρόμο κοντά στην Κρύα Βρύση, πλάϊ στο παγωμένο ρέμμα, σιγά, σιγά περάσαμε το χάνι τοῦ Σίμου , τ’σίμ για την ἀκρίβεια . Το ἀπόγευμα φτάσαμε στο Βαθύρεμμα και σταματήσαμε στον Ἀποστόλη,μια ἄξια φυσιογνωμία τῆς περιοχῆς μας , κάτσαμε για τσιγάρο, καφέδες , κονιάκ ,τσίπρα, κουβέντες και μετά ἀπο τις πολλές εὐχές για καλές γιορτές ξεκινήσαμε για Μεσοχώρα .Θαυμάσια περιγραφή ὁδοιπορικοῦ στην περιοχή ἔχει κάνει γύρω στο 1890 ὁ Ηπειρώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρῆστος Χρηστοβασίλης σε ἕνα ὁδοιπορικό ἐκείνης τῆς ἐποχῆς που κράτησε 15 μέρες.
Στη Σκοτεινή κατέβηκαν μερικοί ἐπιβάτες ,πῆραν τα πράγματά τους και τράβηξαν ἄλλοι τον κατήφορο για το Καψάλι-Διαλεμένο κι ἄλλοι τον ἀνήφορο για τα πέρα χωριά Κουρνέσι, Κοθῶνι , Βαλκάνου . Στη στάση Τοῦρνος κατέβηκαν μερικοί για το Πλόπ και μερικά σπίτια παραποταμίως τοῦ βαθυρεμμιώτη .Κατα τις ὀκτώ φθάσαμε στη Μεσοχώρα ἐκεῖ ἦταν και το τέρμα μετά τις ἐρωτήσεις πῶς ἦταν το ταξείδι, ἄκουσα τον Παναγιώτη να λέει ὅταν ἔχω ἐπιβάτες Μπουκουριῶτες δεν κολλάω πουθενά, ἀργότερα ὅταν τον ρώτησα τι ἐννοοῦσε μου ἐξήγησε ὅτι οἱ Μπουκουριῶτες δουλεύουν ἀποτελεσματικά χωρίς γκρίνιες .Ἔφυγα ἀμέσως για το χωριό μαζί με ἄλλους ὁ Παναγιώτης θα ἀργοῦσε .Ἐπί τῆ εὐκαιρίᾳ ἀναφέρω ὅτι το αὐτοκίνητο ἔφθασε στη Μεσοχώρα το 1961 και πέρασε τον Ἀχελῶο το 1971 ἐπί δικτατορίας ,δυστυχῶς μερικά ἔργα γίνονται με το μαχαῖρι στο λαιμό καί το πιστόλι στο κεφάλι .Ὅταν ἔφθασα στο σπίτι με περίμενε ἡ μάννα με ἕνα βαθύ πιάτο ζεστό τσάϊ , πιές και μη μιλᾶς εἶσαι παγωμένος, το τσάϊ το ἔφερε ἡ θειάσου Σοφία το μάζεψε στο Δοκίμι, ἔβαλλα και μπιτούνι το μάζεψα ἀπ’την Πέρδικα και τα Λάπατα , ἀντί για ζάχαρη ἔβαλλα μέλι ἀπ’το Παλιχῶρι ,δίπλα εἶναι ἡ βελέντζα, φωτιά ἔχει.Ὅταν ξύπνησα το πρωϊ ἤμουν πυροκοπά στην ἴδια θέση , ἡ φωτιά ἔκαιγε σαν κάποιος να τη σίμπαγε ὅλη νύχτα, ἔβαλλε νέα κούτσουρα και ἤμουν σκεπασμένος με τη βελέντζα, σε λίγο ἔρχεται ἡ μάννα με ἕνα πιάτο γάλα, φάε μου λέει ἔφεξες ἀπ’το κρύο και τα γράμματα, ἀσθενής και ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὔκ ἔχουσι μοῦ λέει, γέννησαν δυο γίδες διπλάρικα και κράτησα ἕνα πιάτο για σένα καί μένα ποιός με σκέπασε ;τα καλικαντζάρια εἶναι παραμονή Χριστουγέννων, φάε και πήγαινε να δεῖς τι ἔγινε ὁ Παναγιώτης, δεν ἦρθε ἀκόμα, οὔ μπλέξεις. εἶναι βαρύ το ντέσιμο.
Κουτσιμπέλας Εὐάγγελος .Τρίκaλα 28.7.2019 μ.Χ.