Στις 12 Ιουνίου του 2018 υπογράφηκε η συμφωνία των Πρεσπών. Μια διακρατική συμφωνία ανάμεσα στην Ελληνική Δημοκρατία και την τότε, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και πλέον, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.
Με την υπογραφή της συμφωνίας, καταργήθηκε τόσο η προσωρινή ονομασία (ΠΓΔΜ), όσο και η συνταγματική ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με την οποία η γειτονική χώρα είχε επίσημα αναγνωριστεί από 150 και πλέον κράτη.
Η ψήφιση της συμφωνίας προκάλεσε αντιδράσεις και στις δυο χώρες. Μετά την υπογραφή της, η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της μιλούσε για «ημέρα ντροπής» και ανέφερε: «…εκχώρησαν στους πολίτες της ΠΓΔΜ τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες και να υποστηρίζουν ότι μιλούν την τάχα Μακεδονική γλώσσα.»
Στις 17/7/2019 ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Μητσοτάκη Νίκος Παναγιωτόπουλος στο συνέδριο του Economist στην Αθήνα, δήλωσε ότι «…η συμφωνία επιτεύχθηκε για καλό σκοπό. Για να ενίσχυσει τη σταθερότητα στην περιοχή και τις γεωπολιτικές σταθερές. Εάν αυτή εφαρμοστεί με απαρέγκλιτη τήρηση όλων των ουσιωδών όρων της τότε μπορούμε να πάμε σε ένα καλύτερο μέλλον.»
Η ΝΔ, εκμεταλλεύτηκε πολιτικά το ζήτημα και επί μήνες, υποδαυλίζοντας τον εθνικισμό, κατηγορούσε ως προδότες, όλους όσους υποστήριξαν τη συμφωνία. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, να κάνουν λόγο για ανταλλαγή της μη περικοπής των συντάξεων με την υπογραφή της, θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπιστία της χώρας.
Δέκα μέρες μετά της εκλογές το αφήγημα άλλαξε. Η αντιπολιτευτική αυτή τακτική της εξαπάτησης, είχε ένα μόνο σκοπό. Την κατάληψη της εξουσίας.
Επί τεσσεράμιση χρόνια η ΝΔ, έχοντας ως όπλο το σύνολο του μιντιακού κατεστημένου, με προπαγάνδα και παραπληροφόρηση δεν δίστασε ακόμη και να διχάσει τον Ελληνικό λαό για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα.
Είναι γνωστό ότι η πατριδοκαπηλεία είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων, τις συνέπειες όμως, θα τις πληρώσει ολόκληρη η χώρα.