Συμπληρώνεται ένας χρόνος χωρίς τον ποιητή Μάνο Ελευθερίου. Πολύτιμη κληρονομιά μας,τα μαλαματένια του λόγια. Για την ελπίδα και την αγάπη. Γιατους πικραμένους και περιθωριοποιημένους, τους ξεριζωμένους και τους κυνηγημένους, αλλά και τους οραματιστές και τους διεκδικητές ενός καλύτερου κόσμου. Όπως απολογιστικά συνοψίζει και ο ίδιος σ’ ένα απ’ τα τελευταία του τραγούδια, στο κατά την άποψή μου αυτοσαρκαστικό «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα», «φόρεσε όλα τα βουνά και τα μεταξωτά», όντας βέβαια γνωστή και η αγάπη του για το θέατρο.«Τη νύχτα που ‘χεις μέσα σου, τη λες με τ’ όνομά σου» αυτοσαρκάζεται ο ποιητής, που σε συνέντευξή του για την αίσθηση που έχει όταν γράφει για τα δεινά του κόσμου, μίλησε για ομίχλη και νύχτες του Μακμπέθ. Άλλωστε «είν’ αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς»….
Στα «Μαλαματένια λόγια» ο ποιητής συνομιλεί και κριτικάρει βαθιά την Ιστορία στις δύο πτυχές της. Την αλληλουχία των πραγματικών ιστορικών γεγονότων ανά τους αιώνες, αλλά και τον τρόπο που γράφεται η επίσημη Ιστορία, όπως την υπαγορεύουν οι νικητές και οι κρατούντες. «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία και να ‘σουν ράφτρα μες την Κοκκινιά», εύχεται ο ποιητής, «κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία». Μακάρι η εξέλιξη της ανθρωπότητας να είχε συμβεί σε ειρηνικούς καιρούς, μέσα από τον αγώνα των ανθρώπων για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, μέσα από τις επιστημονικές ανακαλύψεις και την εργασία και όχι μέσα από τη δράση ηγεμόνων, αυτοκρατοριών και εκμεταλλευτών. Το μόνο δηλαδή που να υπήρχε για να καταγραφεί από την Ιστορία, να ήταν η εξέλιξη του κόσμου της εργασίας.«Και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά», να καμώνεσαι δηλαδή πως δεν ξέρεις γιατί έγιναν οι πόλεμοι, τα μαζικά εγκλήματα και οι γενοκτονίες. Να μην ξέρεις ποιός πραγματικά ευθύνεται για όλα αυτά.
Σε τέσσερα σημεία του ποιήματος, ο ποιητής συνομιλεί σε β’ ενικό με ένα πρόσωπο που, ελλείψει συνδέσμων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι πάντοτε το ίδιο. Το πρόσωπο αυτό υπήρχε στην Τροία, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και θα υπάρχει και στο μέλλον, «αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις», και συνεπώς το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την Ιστορία. Ποιός είναι όμως το «εγώ», το α’ πρόσωπο στο ποίημα; Είναι το αντικείμενο και θύμα της ιστορικής δράσης, και ειδικότερα αυτός που αντιστέκεται, ο αγωνιστής της ελευθερίας, ο εκφραστής υψηλών ιδανικών, αυτός που «ζητάει τα μεγάλα τα κυνήγια», κοινωνικές αλλαγές, ιδανικές κοινωνίες, αλλά που μή όντας «μάγκας και νταής» δεν καταγράφεται ένδοξα από την Ιστορία, αντίθετα δικάζεται και συκοφαντείται. Και αυτός και η μνήμη του. Ο διαχρονικός αγωνιστής των υψηλών ιδανικών της εποχής του, αυτός που έφευγε και θα φεύγει από τη ζωή «με του καιρού δεμένος τις κλωστές», αγωνιζόμενος κάθε φορά για τα ιδανικά των καταπιεσμένων της ιστορικής περιόδου που έζησε, κόντρα σε τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες.
Η αναφορά στον εικοστό αιώνα των δύο παγκοσμίων πολέμων, όπου χάθηκαν εκατομμύρια αθώων ανθρώπων, λιτή, συμπυκνωμένη, συγκεντρωμένη στο στόχο. «Πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή». «Πώς τό ‘φεραν η μοίρα» και οι συγκεκριμμένες ιστορικές συνθήκες να μην ακούσετε εσείς οι πρωταγωνιστές, που οι πράξεις σας φτιάχνουν την Ιστορία, «έναν ποιητή». Έναν! Όλοι,ανεξαιρέτως,μιλούν για την ειρήνη, την αγάπη και τον έρωτα, όλοι υμνούν τη ζωή.
Είναι άραγε διδακτικό το ποίημα; Ο Ελευθερίου όταν αναφέρεται στη μοίρα, δεν εννοεί το αναντίστρεπτα προδιαγεγραμμένο. Γνωρίζει ότι οι πόλεμοι προκαλούνται από τις αντιθέσεις και τον οικονομικό ανταγωνισμό, από τα αδιέξοδα του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος. Τίποτα δεν είναι όμως αναπόφευκτο. Γι αυτό και όταν λέει «να μην ακούσεις έναν ποιητή» δεν απευθύνεται μόνον στους συνειδητούς πρωταγωνιστές, που σιγά μην ακούσουν κιόλας, αλλά και σε όλους αυτούς που παρασύρονται, ανέχονται, ξεγελιούνται,χειροκροτούν και διευκολύνουν την τέλεση των ανθρωπιστικών εγκλημάτων. Και προειδοποιεί. «Στ’ ανοιχτά του κόσμου», στις παρυφές των πόλεων, σε φυλακές, τις πρώτες πρωϊνές ώρες, «τα καμιόνια», θα εξακολουθήσουν και στο μέλλον να «ξεφορτώνουν στην Καισαριανή».
Όσοι από τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος έσκυψαν στα πραγματικά προβλήματα και δεινά του κόσμου, όσοι ευαισθητοποιήθηκαν και πόνεσαν ανακαλύπτοντας την τραγική τους αλήθεια, «ανταμείφθηκαν» γράφοντας αριστουργήματα. Είναι μαλαματένια λόγια φυλαγμένα στο μαντήλι, εκεί που οι παππούδες μας φύλαγαν τα πολύτιμα. Γι αυτό και σήμερα, όπως και τότε, χρειάζεται να κοιτάξουμε χαμηλά, να βρούμε τον σημερινό πόνο και την απόγνωση, να ανιχνεύσουμε τις αιτίες, να ψάξουμε για το νήμα που μπορεί να πραγματώσει την ελπίδα. «Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι, ποιός βρίσκει για την άλλη τη γενιά».
Βασίλης Ζιντζόβας