Οι ευρωεκλογές χρησίμευαν πολιτικά ως μία δημοσκόπηση με κάλπη. Η ψήφος ήταν «χαλαρότερη» αλλά οι αποκλίσεις της μορφής αυτής μπορούσαν να σταθμισθούν με αρκετή ακρίβεια, λόγω της συσσωρευμένης εμπειρίας στη διάρκεια των χρόνων. Ετσι, συχνότατα, κυρίως εν Ελλάδι, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών προσδιόριζε την πολιτική συμπεριφορά και πορεία του όποιου κυβερνώντος κόμματος.
Αλλά οι ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου έχουν ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, καθώς το αποτέλεσμα θα κρίνει εάν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα είναι ο κ. Μάνφρεντ Βέμπερ, σε περίπτωση κατά την οποία κατισχύσει με διαφορά το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, πράγμα που αναμένεται πως θα συμβεί.
Το θέμα δεν είναι, βέβαια, οι πολιτικές απόψεις του κ. Βέμπερ, που θεωρούνται από ορισμένους κεντροδεξιούς «ακραίες». Πολιτικός της Βαυαρίας είναι, με ισχυρή δόση επαρχιωτισμού, το κόμμα του οποίου έχει υποστεί σοβαρότατες απώλειες προς την εθνικιστική ΑfD στις τελευταίες εθνικές γερμανικές εκλογές.
Το πρόβλημα με τη σοβαρώς πιθανολογούμενη ανάδειξη του κ. Βέμπερ σε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ξεκινά και εξαντλείται στο γεγονός ότι δεν είναι πολιτικός των ισορροπιών και αδιαμφισβήτητου ευρωπαϊκού προσανατολισμού όπως η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ. Και αυτό μπορεί να σημαίνει απόλυτη γερμανοποίηση της Ευρώπης, δοθέντος ότι η Ευρωζώνη τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο του Βερολίνου – ακόμη και μετά τη μεταπήδηση του δρος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην προεδρία της Μπούντεσταγκ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπήρξε δημιούργημα της Γαλλίας και διαμορφώθηκε ως θεσμός ισχυρός επί της προεδρίας του Ζακ Ντελόρ – Γάλλου σοσιαλιστού και φιλακόλουθου καθολικού. Υπήρξε για πολλά χρόνια, και επί της προεδρίας του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, συνήγορος των μικρών εταίρων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Με τον κ. Βέμπερ υπάρχει κίνδυνος μετατροπής της σε βαυαρικό οδοστρωτήρα.
Απομένει βεβαίως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο –πρωθυπουργών και προέδρων των κρατών-μελών της Ε.Ε.–, αλλά με την κατάρρευση της δημοτικότητος του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν υπάρχει πιθανότης να λάβει τη μορφή ενός αναβαθμισμένου «συζητητηρίου». Αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο απορρυθμίσεως του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, που προέκυψε –μεταξύ άλλων– από την οικονομική πολιτική που επέβαλε το Βερολίνο και τη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας.