Ευάγγελος Σαμαράς: Όταν ραγίζει η σιωπή
Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα σε ιατρείο της πόλης. Η αναμονή πάντα σου φαίνεται μεγάλη άσχετα αν νιώθεις τη πίεση του χρόνου από δουλειές ή όχι που εκρεμμούν.
Στριφογυρίζεις το κεφάλι συνεχώς χωρίς εμφανή διάθεση συζήτησης με τους υπόλοιπους αδιαφορώντας ότι έχουμε ένα σκασμό λέξεις που ξεκινούν με το συν- (π.χ. συνάνθρωπος, συγκάτοικος) που σε καλούν να κάνεις κάτι με άλλους.
Ξαφνικά η σιωπή σπάει από τα λόγια ενός ηλικιωμένου δίνοντας το έναυσμα για συζήτηση με τους υπόλοιπους. Ήταν η σπίθα που όλοι περίμεναν γιατί μια συζήτηση με αγνώστους είναι σχεδόν πάντα πιο ελεύθερη λες και δε πρόκειται να ξανασυναντήσεις τους ανθρώπους αυτούς σε τούτη τη μικρή πόλη.
Αν νομίσεις φίλε μου ότι έστω και ένα λεπτό η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τους πολιτικούς και τη πολιτική ή για τη οικονομική κρίση κάνεις λάθος. Παραδομένοι οι περισσότεροι έχουν αποδεχθεί τη σημερινή κατάσταση και η συζήτηση είχε σαν μόνο θέμα τη κοινωνία. Δηλαδή εμάς.
Αν το σκεφτείς είναι και λίγο αστείο να φοβάσαι να ανοίξεις συζήτηση για εσένα. Για το διπλανό σου.
Οι ερωτήσεις που τέθηκαν στο τραπέζι στο τραπέζι του διαλόγου ήταν :
- Είμαστε καλοί γονείς εμείς όταν δίνουμε κινητό και τάμπλετ σε παιδιά ηλικίας μόλις δώδεκα χρονών εξασφαλίζοντας έτσι χρόνο για εμάς ;
- Πόσο λογικό είναι οι σημερινοί γονείς να μιλούν για την ακεραιότητα του χαρακτήρας τους και πως αυτή γαλουχήθηκε μέσα από τη πειθαρχία που είχαν ως παιδιά και την ίδια ώρα να έχουν δώσει απεριόριστη ελευθερία στα δικά τους παιδιά κατακρίνοντας τη μάλιστα την ίδια ώρα;
- Πόσο λογικό είναι να ισχύει μόνο για εμάς το «τα εν οίκω μη εν δήμω» αλλά την ίδια ώρα τα κουτσομπολίστικα άρθρα να έχουν τεράστια αναγνωσιμότητα αλλά και να ενδιαφέρει το φιλοθεάμον κοινό τις σεξουαλικές προτιμήσεις των σταρ της τηλεόρασης αποδεχόμενο ότι η καριέρα στο συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης στάσης ;
- Πόσο μακριά φύγαμε από εκείνη την εποχή που όταν ο γείτονας έφτιαχνε σπίτι και όλη η γειτονιά συνέδραμε με οποιοδήποτε τρόπο αλλά και το γιατί φύγαμε ; Τι άλλαξε άραγε στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που ενώ έχουν πολλά περισσότερα θέλουν να βλέπουν τους άλλους με λιγότερα ;
- Πόσο λογικό είναι ο σκληρά εργαζόμενος να δέχεται δυο αντιφατικές ερωτήσεις όπως «τι κατάλαβες από τη ζωή σου που δουλεύεις συνεχώς» και «γιατί εσύ που δουλεύεις περισσότερο να απολαμβάνεις καλύτερα και περισσότερα αγαθά από εμένα» ;
- Πόσο λογικό είναι τριάντα πέντε χρόνια μετά τη καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων και την εβδομάδα μάλιστα της γιορτής της γυναίκας να λέγεται ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν άντρες που αρνούνται να υπακούσουν σε εντολές ανώτερων σε βαθμίδα γυναικών ;
- Βάση ποιου σκεπτικού την ώρα που παραδεχόμαστε ότι έχουμε πληθώρα επιστημόνων και ότι οι σπουδές των παιδιών μας θα καταλήξουν ένα κάδρο στο τοίχο εμείς να πληρώνουμε τα μαλλιοκέφαλα μας προς αυτή τη κατεύθυνση ;
- Πως καταφέραμε και εκτοπίσαμε τη λέξη «φίλος» με αυτή του «γνωστός»;
- Πως οχυρωθήκαμε πίσω από γνώμη μας και αρνούμαστε να ακούσουμε κάθε τι διαφορετικό ;
- Γιατί φοβόμαστε να συζητήσουμε ;
Ναι φίλε μου. Δεν έχουμε μόνο οικονομική κρίση που ίσως περάσει κάποια στιγμή. Η κρίση μας είναι ηθική. Είναι κρίση αξιών.
Χάσαμε τον εαυτό μας. Πετάξαμε στο Καιάδα τη λέξη συναναστροφή και σε οποίον μας τη θυμίζει φροντίζουμε να σηκώσουμε τοίχος καχυποψίας. Σφηνωμένη στο μυαλό μας η λέξη κέρδος δε μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρχει αθωότητα στη σκέψη και το ενδιαφέρον του άλλου.
Κυνηγώντας την υλική ευημερία γίναμε άπληστοι. Θέλαμε περισσότερα. Θέλαμε κοινωνική αποδοχή, σεξουαλική επιτυχία και προβολή της δικής μας επιτυχίας βαπτίζοντας παράλληλα αποτυχία την ενέργεια του διπλανού και φανταζόμαστε δόλο στο ενδιαφέρον του γιατί δεν ταίριαζε στα χνώτα μας .
Μας έχει πιάσει μια ανεξήγητη βιασύνη να προλάβουμε τα πάντα. Να ζήσουμε όσο το δυνατό πιο έντονα λες και έχουμε χρονοδιάγραμμα γρήγορου θανάτου. Λες και μας ξεγλιστράει η ζωή.
«Δεν χάθηκα. Δε χάθηκες. Μα τελικά χαθήκαμε» είχα διαβάσει σε ένα τοίχο σπιτιού και μάλλον είχε δίκιο εκείνος που το έγραψε.