Ας ξεκινήσουμε με λίγη ιστορία. Η Μακεδονία ιστορικά καθορίζεται ως το κράτος του πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, Φίλλιπου του Β’ (4ος αιώνας π.Χ.) – δηλαδή ως Ελληνική.
Όπως άλλωστε ήταν όλες οι πόλεις-κράτη του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου της εποχής εκείνης. Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Κωφό «το 90% της ιστορικής Μακεδονίας βρίσκεται στον χώρο της Ελληνικής Μακεδονίας και το 10% στο χώρο της νοτιοδυτικής FYROM». Οι Μακεδόνες εκείνης την εποχή μιλούσαν Ελληνικά. Τα ονόματα Φίλλιπος και Αλέξανδρος είναι ονόματα σύνθετων ελληνικών λέξεων.
Οι Σλάβοι (ένα μικρό μέρος των οποίων αποτελεί και η σημερινή FYROM) φτάνουν στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. και με τα χρόνια χτίζουν και εξαπλώνουν το Σλαβικό στοιχείο. Ωστόσο, ο όρος «Σλαβομακεδόνες» έρχεται στο προσκήνιο πολύ αργότερα – εμφανίζεται από το 1870 και έπειτα.
Το ιδεολογικό ρεύμα περί «Σλαβομακεδόνων» αναπτύσσεται την περίοδο μεταξύ πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το 1945 η Γιουγκοσλαβία δημιουργεί στο εσωτερικό της την Δημοκρατία της Μακεδονίας στο νότιο μέρος της. Με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 δημιουργείται ένα μόρφωμα-κράτος που αυθαίρετα ονομάστηκε Μακεδονία και ιδιοποιήθηκε τα σύμβολα και την ιστορία της. Ακόμα και την γλώσσα τους οι Σκοπιανοί την βάφτισαν Μακεδονική χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως ιστορική υπόσταση.
Συνεπώς, για να τα ξεκαθαρίσουμε, η ιστορία αποδεικνύει πως δεν υπάρχει Μακεδονική εθνότητα στα Σκόπια αλλά μόνο αλβανική και βουλγαρική. Η αρχαίοι Μακεδόνες ήταν καθαροί Έλληνες. Αυτό γράφεται σε κάθε έγκυρο ιστορικό κείμενο. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Πάμε τώρα στο σήμερα. Το όνομα Μακεδονία για τα Σκόπια αποτελεί το συνδετικό κρίκο των δύο εθνοτήτων που ζουν εκεί: δηλαδή της αλβανικής και βουλγαρικής. Χωρίς αυτή την σύνδεση το κράτος των Σκοπίων θα κινδύνευε με διάσπαση. Σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ πιθανό το ένα κομμάτι να προσχωρούσε στην Αλβανία και το άλλο στην Βουλγαρία.
Θα μας συνέφερε άραγε αυτό το ενδεχόμενο; Κατά την γνώμη μου όχι. Η Ελλάδα έχει λόγους σοβαρούς αυτές οι δύο εθνότητες να παραμείνουν ενωμένες σε ένα κράτος. Και για γεωπολιτικούς και για οικονομικούς λόγους.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να σκεφτεί κατά πόσον μπορεί να έρχεται συνεχώς κόντρα στο διεθνές status quo την στιγμή μάλιστα κατά την οποία διαδραματίζονται σοβαρές αλλαγές στο Βαλκανικό χώρο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι όπου η Ελλάδα αγνόησε τον διεθνή παράγοντα βρέθηκε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Παράδειγμα πρώτο. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1919 -1922) όταν οι ξένες δυνάμεις πίεζαν την Ελλάδα να ρυθμίσει τα θέματα της Σμύρνης η Ελληνική κυβέρνηση επέμεινε στις απόψεις με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή. Παράδειγμα δεύτερο. Η Κύπρος στις αρχές του 50΄με την επιμονή μας να ζητούμε συνεχώς την Ένωση (ενώ οι διεθνείς συγκυρίες καθιστούσαν ανεύθυνη μια τέτοια προοπτική) βρέθηκε διχασμένη και με τους Τούρκους να αποκτούν υπόσταση και δικαιώματα στα εδάφη της.
Τα παραπάνω παραδείγματα δεν σημαίνουν ότι πρέπει να υποχωρήσουμε στο ζήτημα του Μακεδονικού. Μπορούμε να συνεχίσουμε στην γραμμή που έδωσε στο Βουκουρέστι το 2008 η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Αυτή είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να πιάσουμε το νήμα από το 2008 και να δεχθούμε τον γεωγραφίκο ή χρονικό προσδιορισμό εφόσον όμως οι Σκοπιανοί παραιτηθούν από τις αλυτρωτικές τους εμμονές.
Η παραίτηση τους αυτή θα πρέπει να είναι erga omnes και κυρίως να αποτυπώνεται στο σύνταγμα τους. Επίσης, θα πρέπει να αποποιηθούν έμπρακτα τα διάφορα αλυτρωτικά και σημειολογικά στοιχεία (π.χ. ονομασία πλατειών, αεροδρομίου, κτλ).
Τέλος, δεν μπορεί να γίνεται πολιτική αγνοώντας την λαϊκή βούληση. Θα πρέπει πάντα να συνεκτιμούμε και το λαϊκό στοιχείο όπως αποτυπώθηκε και στο πρόσφατο συλλαλητήριο. Ωστόσο, σοβαρή εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να γίνεται στους δρόμους. Ούτε βέβαια είναι πατριωτισμός οι εθνικιστικές εκρήξεις οι οποίες εν τέλει αλλοιώνουν το πραγματικό λαϊκό φρόνημα και οδηγούν σε καταστροφές.
Τελικά το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα εάν η κυβέρνηση το είχε χειριστεί με περισσότερη σοβαρότητα και εξαρχής καλούσε σε συνεννόηση τις πολιτικές δυνάμεις.
(Αναδημοσίευση από την ΕΣΤΙΑ)
Ο Μικέλης Σωτ. Χατζηγάκης είναι οικονομολόγος (LSE, Tufts).
Σήμερα είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στην Σχολή Κέννεντυ του Χάρβαρντ.