Κώστας Τσιάρας: Το μέλλον της αγροτικής παραγωγής περνά από την ενίσχυση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών
Ομιλία ΥπΑΑΤ στην εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς στη Λάρισα με θέμα: «Η επόμενη μέρα των θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα»
Μονόδρομο για το μέλλον της ελληνικής αγροτικής παραγωγής χαρακτήρισε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, την ενίσχυση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην εκδήλωση, υπό τον τίτλο «Η επόμενη μέρα των θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα», που διοργάνωσε η Τράπεζα Πειραιώς στη Λάρισα.
«Το μέλλον της αγροτικής παραγωγής περνά από την ενίσχυση των θερμοκηπιακών καλλιεργειών, από τη στιγμή που θέλουμε να στηρίξουμε τον πρωτογενή τομέα, μιας και η κυβέρνησή μας, αναγνωρίζει την εξαιρετικά σημαντική συμβολή που έχει, όχι μόνο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ελληνικής περιφέρειας, καθώς και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής», υπογράμμισε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και επισήμανε την στρατηγική απόφαση της κυβέρνησης να στηριχθεί ο συγκεκριμένος κλάδος.
«Σε αυτήν την κατεύθυνση με απόφαση του Πρωθυπουργού και τη συνεργασία του ΥΠΑΑΤ και του τραπεζικού τομέα, δημιουργείται ένας συνδυασμός επενδυτικών πόρων που σε πρώτη φάση αγγίζουν τα 600 εκ. ευρώ, και περιλαμβάνουν κοινοτικές ενισχύσεις κατά 50% από το ΣΣ ΚΑΠ, 35% τραπεζικός δανεισμός και 15% ίδια κεφάλαια», είπε ο Κ. Τσιάρας, εξηγώντας ότι στόχος του Υπουργείου είναι ανοιχθούν νέοι δρόμοι στους αγρότες μας.
- Παραθέτοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τόνισε ότι σήμερα στην Ελλάδα καλλιεργούνται περί τα 50.000 στρέμματα θερμοκηπίων, την στιγμή που στην Ολλανδία, η έκταση της οποίας είναι λίγο περισσότερο από τη διπλάσια έκταση της Θεσσαλίας, έχει 120.000 στρέμματα θερμοκηπίων. Την ίδια στιγμή, συμπλήρωσε, η Θεσσαλία διαθέτει μόλις 3.500 στρέμματα θερμοκηπιακών καλλιεργειών.
Ο στόχος
Ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης εξήγησε ότι -μεταξύ άλλων- με τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες στοχεύουμε:
•Σε αύξηση της παραγωγικότητας ανά μονάδα επιφάνειας, έως και κατά 10 φορές.
•Λιγότερες απαιτήσεις σε νερό και λίπανση.
•Εξοικονόμηση ενέργειας λόγω δυνατότητας χρήσης αγροβολταϊκών στις οροφές των θερμοκηπίων,
•Χαμηλότερο κόστος παραγωγής
•Μεγαλύτερη αντοχή στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης.
Κλείνοντας, ο Κώστας Τσιάρας αναγνώρισε ότι ο ελληνικός πρωτογενής τομέας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως ο μικρός κλήρος, ο γηράσκων πληθυσμός των αγροτών και το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. «Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας αυτά τα προβλήματα, προχωρά σε μια σειρά από μέτρα στήριξης. Προωθεί συνεργατικά σχήματα για τη βελτίωση του κατακερματισμένου κλήρου, ενισχύει το πρόγραμμα Νέων Αγροτών με επιδοτήσεις έως 40.000 ευρώ και μειώνει το κόστος παραγωγής μέσω φοροελαφρύνσεων και επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο», συμπλήρωσε ενώ έθεσε ως βασικό στόχο την ταύτιση, παγκοσμίως, των εξαιρετικών ελληνικών προϊόντων με την ποιότητα και την υψηλή διατροφική αξία.
Ενίσχυση των εξαγωγών
Σε δηλώσεις του προς τα ΜΜΕ ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κώστας Τσιάρας, είπε:
«Η σημερινή εκδήλωση, σηματοδοτεί μια μεγάλη προσπάθεια που ξεκινήσαμε από τη μέρα που ο Πρωθυπουργός μίλησε στη ΔΕΘ, η οποία αποβλέπει στο να ενισχύσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, ειδικά στον πρωτογενή τομέα και αφορά, βεβαίως, κυρίως, την θερμοκηπιακή καλλιέργεια.
Έχουμε δει, το τελευταίο χρονικό διάστημα, ότι ειδικά τα προϊόντα των θερμοκηπιακών καλλιεργειών δημιουργούν μια μεγάλη υπεραξία και για την ίδια την οικονομία και για την εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 είχαμε εξαγωγές κηπευτικών που προσέγγιζαν τα 2,2 δις ευρώ και τέσσερα χρόνια μετά το ύψος των εξαγωγών έφτασε στα 3,2 δις ευρώ. Είναι η στιγμή που πρέπει να αναλάβουμε πρωτοβουλίες, να αναδείξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας στον πρωτογενή τομέα και να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες ώστε και νέοι άνθρωποι αλλά και όσοι ασχολούνται πολλά χρόνια με τον πρωτογενή τομέα να έχουν δυνατότητες προκειμένου να αναπτύξουν την θερμοκηπιακή καλλιέργεια. Είναι κάτι το οποίο θα αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό και τον πρωτογενή τομέα και τα οικονομικά δεδομένα που τον αφορούν, κυρίως όμως θα κρατήσει ζωντανή την ελληνική περιφέρεια, θα ενισχύσει τις τοπικές κοινωνίες και θα δώσει άλλη διάσταση στη δυνατότητα εξαγωγών της χώρας μας».