Πώς να ξεκινήσω να εκφράζω τη βαθιά απογοήτευση που νιώθω κοιτώντας την κοινωνία μας σήμερα, όταν ο κόσμος μας μοιάζει να έχει βυθιστεί σε ένα απέραντο πέπλο πένθους και απόγνωσης; Δεν είναι μόνο οι ασθένειες που σαρώνουν την ανθρωπότητα – ο Covid, η πανώλη, ο ιός του Δυτικού Νείλου, η ευλογιά των πιθήκων, και τώρα ο στρεπτόκοκκος – αλλά και η ακρίβεια που στραγγαλίζει την καθημερινότητα, η φορολογία που πιέζει ακόμα και την τελευταία ανάσα μας. Οι θάνατοι νέων ανθρώπων, τόσο αναπάντεχοι, τόσο άδικοι, φαίνονται να γίνονται όλο και πιο συχνοί, σαν να χάνει η ζωή την ίδια της τη σημασία.
Και αναρωτιέμαι, δεν είναι σαν να έχει φτύσει ο Θεός πάνω μας; Σαν να μας έχει εγκαταλείψει σε ένα σύμπαν όπου κάθε κίνηση μοιάζει να φέρνει καταστροφή και πόνο. Κοιτάζοντας γύρω μας, βλέπουμε την κοινωνία να πνίγεται στην απόγνωση, να προσπαθεί να βρει την ισορροπία της ενώ όλα τα κακά της μοίρας φαίνεται να πέφτουν βροχή πάνω από τα κεφάλια μας, απειλώντας την ίδια μας την ύπαρξη.
Πόσο τυφλοί πρέπει να είμαστε για να μην βλέπουμε την γενικότερη απαισιοδοξία που έχει τυλίξει τον κόσμο; Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γύρω μας ξεσπούν πόλεμοι, η γειτονιά μας φλέγεται από συγκρούσεις και βία, σαν να μην υπάρχει πια ελπίδα για ειρήνη και αδελφοσύνη.
Τελικά, από πού να προφυλαχθούμε; Από ποιο απ’ όλα απειλούμαστε περισσότερο; Μήπως πρέπει να πούμε “τα κεφάλια μέσα” ξανά, να κλειστούμε στον εαυτό μας, να περιμένουμε την επόμενη καταστροφή; Ή μήπως πρέπει να σταθούμε όρθιοι, να παλέψουμε ενάντια σε ό,τι μας απειλεί, με τη δύναμη της ελπίδας και της πίστης στην ανθρώπινη αντοχή και αξιοπρέπεια;
Δεν μπορώ να ξέρω ποιο είναι το σωστό, μόνο νιώθω το βάρος της εποχής μας, την πίεση του αόρατου χεριού που μας σπρώχνει προς την άβυσσο. Αλλά ίσως, κάπου βαθιά μέσα μας, υπάρχει ακόμα η φλόγα που μπορεί να φωτίσει το σκοτάδι, να μας δώσει τη δύναμη να συνεχίσουμε, παρά τον πόνο και την απελπισία. Γιατί, τελικά, όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Και αυτή η ελπίδα είναι που μας κρατάει ζωντανούς, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Σ.Γ.