Άνθρωποι που βγήκαν ζωντανοί από πολύνεκρες τραγωδίες και πρωτόγνωρες θεομηνίες, αφηγούνται στην «Κ» τους αδιανόητους μηχανισμούς της επιβίωσης αλλά και τη ζωή μετά, το τραύμα και το πάγιο αίτημα για δικαίωση.
Στο δημοσίευμα μιλούν, μεταξύ άλλων, επιζήσαντες από την τραγωδία των Τεμπών και πλημμυροπαθείς του Παλαιού Λιμεναρχείου, στον Βόλο, που καταστράφηκαν δυο φορές τον περασμένο Σεπτέμβριο.
“Περίμενα πότε θα πεθάνω”
Στον ύπνο του έβλεπε μία γυναικεία φιγούρα, στα σκοτεινά, η οποία ξαφνικά φωτιζόταν με ένα έντονο πορτοκαλί. Τις πρώτες δέκα ημέρες φοβόταν ότι θα πεθάνει ενώ οι γιατροί του είχαν πει να προσέχει ιδιαίτερα το πρώτο πενθήμερο μετά την τραγωδία. Το εισιτήριο του 19χρονου Δημοσθένη Ηλιόπουλου θα τον πήγαινε σιδηροδρομικώς από τον Βόλο στη Λάρισα και, από εκεί, στη Θεσσαλονίκη· θα ήταν αρχικά στο βαγόνι 3.
Τον περασμένο, μαύρο Φεβρουάριο ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, φοιτητής στο Τμήμα Χημείας του ΑΠΘ, είχε βρεθεί με τη σύντροφό του στη Σκόπελο για οικογενειακούς λόγους. Στην επιστροφή, διανυκτέρευσαν στον Βόλο, με σκοπό να πάρουν την επομένη το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη. Είχαν χάσει το δρομολόγιο που είχαν επιλέξει, οπότε κατέφυγαν στο τρένο. Ήταν ο συρμός Intercity 62, που συγκρούστηκε με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503, στις 28 του περασμένου Φεβρουαρίου.
«Είχαμε κλείσει εισιτήριο για το βαγόνι 3, αλλά επειδή δεν θα καθόμασταν μαζί, βρήκαμε μία διπλή θέση κενή στο βαγόνι 2 – εκείνο που βλέπατε αναποδογυρισμένο», λέει σήμερα ο ίδιος στην «Κ». Τα λεπτά προ της σύγκρουσης, ο ίδιος έπαιζε σκάκι στο κινητό του και η σύντροφός του άκουγε μουσική. Και μπαμ…
«Πέσαμε πάνω στα καθίσματα, ταρακουνηθήκαμε, άνθρωποι και πράγματα πετάγονταν εδώ και εκεί», αφηγείται ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος. Είδε το έντονο φως της πυρκαγιάς· ένιωσε να τον ακουμπάει η θερμότητα· τα τζάμια έσπασαν. Πίστεψε ότι θα πεθάνει, ότι θα καούν όλοι τους ζωντανοί. Ήταν σε σοκ και τα χέρια του δεν συνεργάζονταν. Η φωτιά σχεδόν άγγιξε τη σύντροφό του.
«Είδαμε ένα άνοιγμα, βγήκαμε από το παράθυρο. Ανεβήκαμε στο πάνω μέρος του βαγονιού. Θέλαμε να πηδήξουμε στο έδαφος, αλλά είχε παντού πεταμένα σίδερα, όχι από το τρένο, που καίγονταν. Παντού πανικός, φωνές, φωτιά. Σκέφτηκα ότι η πιο σοφή κίνηση ήταν να περπατήσουμε πάνω στο βαγόνι, αλλά γλιστρούσε από τις λαμαρίνες και ίσως από κάτι λάδια», θυμάται ο ίδιος.
Οταν κατάφεραν να βρεθούν στο έδαφος, δεν υπήρχε κανείς άλλος, πέραν όσων κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από το βαγόνι τους. Στα δευτερόλεπτα του σοκ και του πανικού, σκέφτονταν αν έπρεπε να πάρουν τηλέφωνο για βοήθεια ή να επιστρέψουν να βοηθήσουν. «Οταν πήρα το ΕΚΑΒ, και πρέπει να ήμουν ο πρώτος, δεν μπορούσα ακριβώς να τους πω πού ήμασταν, δεν καταλάβαιναν και για τι πράγμα τους μιλούσα», λέει ο 19χρονος φοιτητής.
Ο ένας ζητούσε το κινητό του άλλου για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Ήταν όλοι τους γεμάτοι αίματα, μελανιές, χτυπήματα, κοψίματα, πονούσαν παντού, ειδικά στα πόδια. «Τα αίματα που είχα πάνω μου δεν ήταν δικά μου. Ψαχνόμασταν να δούμε τι έχουμε εξαιτίας του αίματος.
Βλέπαμε κόσμο με πληγές, αίματα, θέλαμε να τους δώσουμε νερό. Από τον πανικό δεν ξέραμε τι είχαμε πάνω μας. Εγώ φορούσα ένα κοντομάνικο, ένα φούτερ και ένα μπουφάν. Έδωσα το μπλουζάκι για να καθαρίσει κάποιος τα αίματα και το φούτερ για να ζεσταθεί κάποιος άλλος. Ήμασταν όλοι μαύροι από τους καπνούς».
Λίγη ώρα μετά, κατέφτασαν στο σημείο οι γονείς του και τους οδήγησαν απευθείας στο ΑΧΕΠΑ, στη Θεσσαλονίκη. «Δεν ήμουν εκδηλωτικός στα συναισθήματά μου, δεν έκλαιγα, ήμουν κάπως ήρεμος. Πιστεύαμε ότι οι περισσότεροι θα είμαστε καλά. Δεν γνωρίζαμε την έκταση της τραγωδίας.
Μετά μας έπιασε πανικός, δεν πιστεύαμε αυτό που μας συνέβη. Φτάνοντας στο σπίτι και αφού κάναμε μπάνιο, προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε – ήταν γύρω στις 8 το πρωί. Δεν τα καταφέραμε· ήταν σαν να μας πίεζαν από παντού. Εγώ ένιωθα περίεργα τα κόκαλά μου», θυμάται ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος.
Επί μία εβδομάδα, με το που έκλεινε τα μάτια του, του έρχονταν ξανά και ξανά σκηνές και λάμψεις από την τραγωδία, τρεις και τέσσερις φορές μες στη μέρα.
Ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, τις πρώτες ημέρες, έβγαινε έξω προσεκτικά, μόνο με τα πόδια, ή έμενε στο σπίτι με φίλους, που στην αρχή ήταν σίγουροι ότι είχε πεθάνει. «Δεν ξέρω αν ήταν από το τραύμα στο κεφάλι, που μου είχαν πει ότι έχω και να προσέχω τις πρώτες ημέρες, ή αν ήταν ψυχολογικό.
Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ψυχολογικό, διότι διαρκώς άκουγα φωνές», λέει ο ίδιος.
Στην αρχή, δε, δεν ήθελε διόλου να συζητάει το θέμα. Τώρα επιδιώκει να συναντά επιζήσαντες για να κουβεντιάζουν όσα συνέβησαν. Αλλά του έχει μείνει ο φόβος γενικά με τις μεταφορές, και ειδικά με τα αεροπλάνα. «Φοβάμαι και στα αστικά λεωφορεία. Φοβάμαι τους δυνατούς θορύβους, τα αυτοκίνητα. Προτιμώ, όμως, το τρένο! Επειδή επέζησα από αυτό το δυστύχημα, μάλλον λέω στον εαυτό μου ότι ξέρω τι θα πρέπει να κάνω.
Νιώθω κάποια ασφάλεια, ενώ στο αεροπλάνο δεν θα έχω καμία πιθανότητα επιβίωσης. Η σύντροφός μου, που είναι Αθηναία, φοβάται διαρκώς τον θόρυβο στο μετρό, την έπιαναν στην αρχή τα κλάματα», εξομολογείται στην «Κ». «Νιώθεις ότι ο φόβος εξαπλώνεται στα πάντα· ότι θα πεθάνεις από τη μια στιγμή στην άλλη».
Ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, που του έχει μείνει μία βλάβη στο γόνατο που θα τον περιορίζει, όπως λέει, διά βίου, είχε αποδεχθεί, εκείνα τα τραγικά δευτερόλεπτα, ότι έρχεται το τέλος. «Ηταν σαν να συνειδητοποίησα πώς θα ήταν να πεθάνω. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, περίμενα πότε θα πεθάνω. Το μόνο καλό, αφού επέζησα, είναι ότι επανεκτίμησα τα πράγματα της ζωής, ένιωσα πιο κοντά στον εαυτό μου».
Νιώθει, όμως, πνιγμένος από την αδικία, όπως λέει ο ίδιος. «Περάσαμε όσα περάσαμε και τώρα τα αφήνουν όλα να ξεχαστούν. Το βιώνουμε ξανά και ξανά μέσα μας, αλλά για να “διορθωθεί” όλο αυτό πρέπει κάποιος να τιμωρηθεί, πρέπει κάποιος να πάει φυλακή. Η αδιαφορία είναι ακόμα χειρότερη για μας. Καμιά φορά νιώθω ότι είναι χειρότερη απ’ όσα μας συνέβησαν».
Βαγόνι 5, θέση 108
Η 26χρονη Αλεξάνδρα Τσακίρη ήταν στην ίδια αμαξοστοιχία εκείνο το βράδυ. Είχε επιβιβαστεί από τον σταθμό της Θήβας, έχοντας βρεθεί στο Μαυρομμάτι Βοιωτίας για το μνημόσυνο του παππού της, με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. ‘Ηθελε να φύγει με το βραδινό τρένο της προηγουμένης, αλλά δεν έβρισκε εισιτήριο. Έτσι, επιβιβάστηκε στο Intercity 62, λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023.
Η γραφίστρια Αλεξάνδρα Τσακίρη, με τον σύντροφό της, διατηρεί επιχείρηση βιομηχανικής κάνναβης στον Αγιο Πέτρο Κιλκίς. Όταν επιβιβάστηκε στο τρένο, ετοιμαζόταν να αναρτήσει στο Instagram μία προωθητική φωτογραφία της εταιρείας της στο χωριό με το… συνδηλωτικό όνομα. Θα έγραφε από κάτω: Δεν είναι αυτό που νομίζετε!
«Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Κάθισα στη θέση μου και έβαλα τα κλάματα. Ήταν η περίοδος των απωλειών, του παππού και του σκύλου μου, του Ρούντι. Ήταν γενικά περίεργες εκείνες οι μέρες, έβαζα τα κλάματα πανεύκολα. Με έβλεπα στο τζάμι και αναρωτιόμουν τι μ’ έχει πιάσει. Δεν είχα καν την επιθυμία να σηκωθώ από τη θέση μου. Ενιωθα και μια σύγχυση σε όλους μας εκείνη την ημέρα», λέει η ίδια στην «Κ».
Λίγα λεπτά προ της σύγκρουσης, ένιωσε μια επιθυμία για κάτι αλμυρό και σκέφτηκε προς στιγμήν να πάει στο κυλικείο. Φοβήθηκε, όμως, ότι κάποιος θα τη σταματήσει, κλαμένη, στη διαδρομή για να τη ρωτήσει τι έχει και θα ξεσπούσε ακόμα περισσότερο. Αποφάσισε να μείνει στη θέση της.
«Βάζω τα ακουστικά μου και νιώθω ότι, με επιτάχυνση, το τρένο αλλάζει ράγες προς τ’ αριστερά και τραντάζεται. Την ώρα της σύγκρουσης, τα γόνατά μου χτυπούν στην μπροστινή θέση και κάνω ό,τι μπορώ με τα χέρια για να μη χτυπήσω το κεφάλι μου.
Έπεσα όμως κάτω και τότε έγινε το απότομο φρενάρισμα, ενώ ήμασταν στο τούνελ. Η αμαξοστοιχία χτύπησε στα δεξιά και τα τζάμια έβγαλαν σπίθες από το ξύσιμο στο τούνελ. Είχαν πέσει τσάντες και βαλίτσες, οι άνθρωποι από τα δεξιά έπεσαν πάνω μας. Άρχισα να ακούω φωνές, άκουσα και δύο εκρήξεις όταν σταμάτησε το βαγόνι. Μετά, ουρλιαχτά. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν», θυμάται.
Το αίσθημα της επιβίωσης, όμως, υπερίσχυσε του πανικού και του άγριου φωτός από το φλεγόμενο τρένο. «Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Ένα παιδί είχε βγάλει το κόκκινο σφυράκι για να σπάσει τα τζάμια. Ο πυροσβεστήρας δεν έβγαινε. Έξω από το παράθυρο, πολλά συντρίμμια. Ο νεαρός είχε κοπεί από το σπάσιμο των τζαμιών και ανέλαβα εγώ. Δεν ήξερα ότι έπρεπε να τα σπάσω στις γωνίες, οπότε τα κοπανούσα όπου προλάβαινα. Κόπηκα κι εγώ.
Είδαμε, τότε, ότι ήμασταν ψηλά για να πέσουμε στο έδαφος. Στα πίσω βαγόνια προσπαθούσαν να ανοίξουν τις πόρτες. Ευτυχώς, από το βαγόνι 6 ή 7 ήταν μία κυρία, που ο σύζυγός της είναι πυροσβέστης ή υπάλληλος του ΟΣΕ, δεν θυμάμαι καλά, η οποία μας έδειξε τον τρόπο που ανοίγουν, κι έτσι ανοίξαμε τις πόρτες και του δικού μας βαγονιού. Βγήκα από τους τελευταίους», αφηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη.
Η ίδια, χτυπημένη σε ώμο και γόνατα και με κοψίματα από τα τζάμια, κάλεσε τον σύντροφό της με πρωτοφανή, όπως λέει, ψυχραιμία, κι ενώ στην αρχή του είπε απλώς ότι κάτι έπαθε το τρένο, σε δεύτερο τηλεφώνημα αμέσως μετά του ανέφερε τη σύγκρουση. Είδε ΕΚΑΒ, Πυροσβεστική και Αστυνομία να φτάνουν γρήγορα στο σημείο της τραγωδίας.
«Μπαίνοντας στα λεωφορεία, είδαμε αμέτρητα φορεία με πολύ σοβαρά τραυματισμένους. Πολλοί έβγαζαν τα μπουφάν τους για να σκεπάσουν τους τραυματίες», θυμάται η 26χρονη επιχειρηματίας σήμερα. «Παντού τραυματισμένοι στο λεωφορείο· μια ανυπόφορη μυρωδιά από τις λαμαρίνες· γεύση σιδήρου στο στόμα μας».
Οι αμυντικοί της μηχανισμοί, από την ψυχραιμία, την οδήγησαν στο μαύρο χιούμορ κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τη Θεσσαλονίκη. Και μαζί κάποιους από τους συνεπιβάτες της. «Μου είχε δώσει μία θήκη με αυγά η μητέρα μου και τη βρήκα άθικτη.
Γελούσαμε που όλα ήταν στη θέση τους και όλοι μου έλεγαν: “Πούλησέ τα τα αυγά της σύγκρουσης, διότι σώθηκαν!”. Στο λεωφορείο, δε, μας στενοχωρούσε ότι δεν θα προλαβαίναμε να πάμε στη δουλειά την επομένη. Τόσο δεν είχαμε καταλάβει στην αρχή τι είχε συμβεί, τη βαρύτητα όσων είχαν γίνει».
«Το τρομερό είναι ότι, περίπου έναν μήνα πριν, είχα πάει κομμωτήριο και είχα γνωρίσει δύο παιδιά, τα οποία συμπάθησα ιδιαίτερα και ήθελα να κάνω παρέα μαζί τους. Αργότερα έμαθα ότι ήμασταν στο ίδιο τρένο, αλλά δεν επέζησαν. Μαζί τους ήταν και η Εριέττα, που είναι η μοναδική επισήμως αγνοούμενη· εκείνα τα λεπτά ήταν στο κυλικείο», διηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη.
Όταν έφτασε, τελικά, στη Θεσσαλονίκη, έσπευσε στο ΑΧΕΠΑ για τις απαραίτητες εξετάσεις, συνοδεία του συντρόφου της και έχοντας ήδη ειδοποιήσει τους γονείς της. «Όταν ήμουν έτοιμη να πάω για ύπνο, δεν μπορούσα φυσικά να κοιμηθώ και με έπιασε νευρικό γέλιο. “Θα λέω ότι είμαι σαν να με πάτησε τρένο και θα το εννοώ”, έλεγα γελώντας. Δεν με ένοιαζε η δική μου ζωή, αλλά αυτούς που θα άφηνα πίσω – αυτό θεωρώ ότι μας απασχολεί όλους πάνω κάτω».
Η Αλεξάνδρα Τσακίρη, τις πρώτες μέρες, είχε ένα παγωμένο χαμόγελο. Δεν ήταν χαράς. Μπορεί να χαιρόταν που επέζησε, όπως λέει στην «Κ», αλλά όχι για τους τόσο πολλούς νεκρούς. Τα ένιωθε όλα παγωμένα. «Με κάθε δυνατό ήχο από αυτοκίνητο, σφίγγεται το στομάχι μου, φοβάμαι, μαγκώνουν οι ώμοι μου.
Έχω ακόμη την αίσθηση του φόβου. Αποφεύγω να οδηγήσω αλλά έχω ξαναμπεί σε τρένο. Έτσι κι αλλιώς, από το 2015, οπότε και μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, το χρησιμοποιώ ανελλιπώς. Κι είπα, “όχι, εγώ θα ξαναμπώ σε τρένο. Δεν θα το αφήσω έτσι”».
Νιώθει, όμως, ότι διαρκώς μπαίνει και βγαίνει στο ίδιο βαγόνι ξανά και ξανά. Υποφέρει από κρίσεις πανικού και από έλλειψη συγκέντρωσης σε δουλειές κλειστού χώρου. «Έχω φλασμπάκ. Μου έρχεται ξανά και ξανά όλο το συμβάν, νιώθω το τράνταγμα, πολλές φορές σε όλη τη διάρκεια της ημέρας· νιώθω ότι πρέπει να βγω από το βαγόνι και να κρατήσω, να αντέξω», εξομολογείται.
Αρχισε να χάνει βάρος, νιώθοντας ότι οι γύρω της δεν έπαιρναν στα σοβαρά όσους είχαν επιζήσει της τραγωδίας των Τεμπών. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι, αφού είχα φύγει από την προηγούμενη δουλειά όπου η εργοδότρια μετά δυσκολίας με άφηνε να παίρνω άδεια για την ομαδική ψυχοθεραπεία στο ΑΧΕΠΑ, με καλούσαν για συνέντευξη σε αιτήσεις πρόσληψης που είχα κάνει για να ακούσουν τη δική μου εκδοχή της ιστορίας. Δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά να με προσλάβουν.
Κι εγώ αναγκαζόμουν να ξαναβλέπω και να ξαναβιώνω τα πάντα», λέει στην «Κ».
Κατέφυγε και πάλι στον σαρκασμό για να αμυνθεί, αλλά θυμάται να μην μπορεί να περιγράψει με λέξεις το συμβάν, σαν να μην μπορούσε, όπως αφηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη, να εκφράσει το ακριβές βίωμα. «Εβγαζα ήχους – μπαμ, μπουμ, τέτοια».
«Αρχισα να σκέφτομαι ότι επιβίωσα από κάτι. Ηταν ένα μάθημα για μένα: ότι η ζωή με υποχρεώνει να κάνω αυτό που θέλω, να μην κάνω πράγματα που δεν ήθελα, όπως το τότε εργασιακό μου περιβάλλον, που ήταν τρομερά δύσκολο. Επιζήσαμε από κάτι τέτοιο. Δεν πρέπει να κάνουμε τα λάθη που κάναμε ως τότε», λέει σήμερα η Αλεξάνδρα Τσακίρη.
«Νιώθω ότι δεν έκανα όσα περισσότερα μπορούσα για τους συνεπιβάτες μου. Με πονάει ακόμη αυτό. Ολοι, θεωρώ, αυτό σκεφτόμαστε. Κάπως ησυχάζω τη συνείδησή μου λέγοντας ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε».
Η 26χρονη επιχειρηματίας είναι οργισμένη, όπως λέει, με το ότι η τραγωδία των Τεμπών ξεχνιέται και δηλώνει αποφασισμένη να κρατήσει το ζήτημα στην επιφάνεια, όσες μηνύσεις κι αν χρειαστεί να κάνει. «Ηταν δολοφονία όλο αυτό. Γνώριζαν την κατάσταση του δικτύου και δεν έκαναν τίποτα όλα αυτά τα χρόνια», συμπληρώνει.
«Παντού μια γκρίζα, λασπωμένη σιωπή»
Η 6η Σεπτεμβρίου 2023 ήταν μία ήμερα που το Παλαιό Λιμεναρχείο Βόλου δεν θα ξεχάσει ποτέ. Οπως δεν θα ξεχάσει και την 27η του ίδιου μήνα. Ο «Daniel» και ο «Elias» δεν χαρίστηκαν σε κανέναν.
Για τον 44χρονο Χριστόφορο Σεμέργελη, υπάλληλο της Περιφέρειας Θεσσαλίας και γέννημα θρέμμα του Παλαιού Λιμεναρχείου, η βροχή δεν προμήνυε την επικείμενη καταστροφή. «Είχα δει βέβαια πλημμυρισμένους δρόμους στη γειτονιά μου, το Παλαιό Λιμεναρχείο, δίπλα στο εμπορικό λιμάνι του Βόλου, αλλά δεν είχα φανταστεί κάτι τέτοιο», λέει ο ίδιος στην «Κ».
Μέσα σε λίγα λεπτά, γύρω στις 11:30 το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, ο ξεχειλισμένος Κραυσίδωνας πλημμυρίζει τα πάντα. «Εκείνη την ημέρα δεν είχα πάει στη δουλειά.
Είχα μείνει στο σπίτι με τη σύζυγό μου και τον 3,5 ετών γιο μας. Είδαμε το ρέμα να κατεβαίνει ορμητικά και να πλημμυρίζει τη συνοικία μας. Στα 44 μου, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα και δεν πίστευα ότι θα φτάναμε εκεί που φτάσαμε».
Οταν άρχισε να πλημμυρίζει το ισόγειο, όπου είναι τα βασικά δωμάτια του σπιτιού, ο Χριστόφορος Σεμέργελης και η σύζυγός του πήραν αμέσως το παιδί και τα απολύτως απαραίτητα και κατευθύνθηκαν στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονται τα δωμάτια. Είναι το πατρικό του, που είχε πρόσφατα ανακαινιστεί με τον κόπο και τον ιδρώτα μιας ζωής, όπως λέει ο ίδιος.
Παρέμειναν στο σπίτι, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής. Ολη η οικοσκευή του ισογείου, κατεστραμμένη. Το ίδιο και σε όλα τα σπίτια της συνοικίας. Το πρώτο βράδυ το πέρασαν στο σπίτι, έχοντας φιλοξενήσει ηλικιωμένη γειτόνισσα που είχε ζητήσει βοήθεια, καθώς τα νερά ήταν έτοιμα να την παρασύρουν.
Η μοναδική παιδική χαρά του Παλαιού Λιμεναρχείου. (©Αρχείο Χριστόφορου Σεμέργελη)
«Την επομένη, με το νερό ως τη μέση, πήραμε τον γιο μας αγκαλιά και λίγα πράγματα και βγήκαμε σ’ ένα σημείο όπου μας περίμεναν οι γονείς της συζύγου μου, για να φύγουν για το σπίτι τους σε προάστιο του Βόλου – πάνω απ’ όλα, η προστασία της ανθρώπινης ζωής. Το παιδί έδειξε τεράστια ψυχραιμία, καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά», θυμάται. Ο ίδιος έμεινε στο σπίτι για να απομακρύνει τις λάσπες όπως μπορούσε. Χωρίς, όμως, νερό δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Προσπαθούσε επί μέρες να απομακρύνει τις λάσπες και κάπως είχε κατορθώσει να καθαρίσει τα πάντα με μεγάλη επιμέλεια, αλλά η μοίρα δεν φάνηκε διόλου γενναιόδωρη. «Στις 27 Σεπτεμβρίου, ήταν η μέρα της μαρμότας… Ηταν πολύ νωπή η καταστροφή 20 ημέρες πριν, με τον “Daniel”.
Στη δεύτερη διαδοχική καταστροφή, νιώσαμε ένα κενό, είχαμε αδειάσει από συναισθήματα. Εβλεπες στα μάτια όλων των γειτόνων την παραίτηση. Η ελπίδα για επιστροφή στην κανονικότητα είχε χαθεί για πάντα».
Δύο μήνες μετά, ο ίδιος περιγράφει μια συνοικία διαλυμένη. «Επιχειρήσεις και σπίτια έχουν μείνει με τα έντονα σημάδια της καταστροφής. Μας θυμίζουν διαρκώς τι περάσαμε. Η σύζυγος και το παιδί μας παραμένουν στο σπίτι των γονιών της, αλλά εγώ έρχομαι και μένω εδώ τα βράδια.
Είχαμε κρούσματα πλιάτσικου στη συνοικία – μία λαϊκή συνοικία, όπου άνθρωποι μένουν μια ζωή, παλεύοντας με μόχθο και επιμονή για την επιβίωση. Θυμάμαι ηλικιωμένους να ψάχνουν μέσα στα λασπωμένα έπιπλα μπας και βρουν κάτι δικό τους. Ηταν τρομερό: ήμασταν καθηλωμένοι στην απελπισία και στα λασπωμένα έπιπλα».
«Κάθε φορά που επιστρέφω βλέπω ερήμωση, μια λασπωμένη θλίψη», λέει στην «Κ» ο Χριστόφορος Σεμέργελης. «Και σιωπή. Παντού μια γκρίζα σιωπή. Μέσα σε αυτή τη σιωπή παλεύουμε να ξαναζωντανέψουμε τη γειτονιά μας. Το Παλαιό Λιμεναρχείο είναι φάντασμα του εαυτού του.
Φοβόμαστε, κι αυτό είναι δυσβάσταχτο, ότι θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, και νιώθουμε εντελώς απροστάτευτοι. Οι άνθρωποι εδώ έχουν χτίσει τα μπαλκόνια τους για να μην ξαναμπεί νερό, το φαντάζεστε αυτό; Με την παραμικρή βροχή, που σ’ εμάς είναι συνηθισμένες, σφίγγεται η καρδιά μας».
Ο 44χρονος Βολιώτης φοβάται ότι, όσο δεν έρχονται οι μηχανικοί της πολιτείας να ελέγξουν και να καταγράψουν το μέγεθος της καταστροφής των σπιτιών, η υγρασία θα προχωρεί και θα βλάψει τα θεμέλια του σπιτιού, καθώς απαγορεύεται να κάνουν οποιαδήποτε παρέμβαση νωρίτερα.
Το μόνο θετικό είναι ότι αναπτύχθηκε η αλληλεγγύη στη γειτονιά, αλλά είχαμε και μεγάλη βοήθεια από τους εθελοντές, από ανθρώπους που δεν μας γνώριζαν καν και ήρθαν εδώ να βάλουν ένα χεράκι, όταν δεν είναι κανείς άλλος εδώ πέρα.
Ηταν τρομερά συγκινητικό να σε βοηθούν άγνωστοι άνθρωποι. Μέσα στη λάσπη γεννήθηκε η ελπίδα. Επιμένουμε, δεν μας έχει μείνει κάτι άλλο να κάνουμε. Αλλά η πολιτεία οφείλει να σταθεί αρωγός, διότι τις πρώτες ημέρες ήμασταν στο έλεος του Θεού».
«Μόνιμο άγχος ότι θα μας συμβεί και τρίτη και τέταρτη φορά»
Ο 42χρονος Δημήτρης Κανελλής διατηρεί κατάστημα εργαλείων και βιομηχανικών ειδών στο Παλαιό Λιμεναρχείο Βόλου επίσης. Είδε τη συνοικία του να πλημμυρίζει και δεν κρύβει την πικρία του που «οι δημοτικές αρχές, ενώ γνώριζαν για τη θεομηνία που πλησιάζει, δεν έκαναν τίποτα για να μαζέψουν το εργοτάξιο σε υπό κατασκευή παρακείμενο κόμβο, όπου είχαν συγκεντρωθεί φερτά υλικά.
Δεν έκαναν τίποτα για να βαθύνουν το ποτάμι στη γέφυρα κοντά στον ΟΣΕ, που είναι χαμηλή και είναι γνωστό προβληματικό σημείο. Οταν ξεκίνησε η βροχή, άρχισε να πλημμυρίζει η περιοχή του Παλαιού Λιμεναρχείου, διότι στο παρακείμενο αντλιοστάσιο είχαν σταματήσει οι εργασίες επιδιόρθωσής του.
Τα σπίτια πιο κοντά σε αυτό είχαν πλημμυρίσει πρώτα. Αργότερα, επιδιορθώθηκε, όταν ξεχείλισε ο Κραυσίδωνας και άρχισε να πλημμυρίζει όλη η περιοχή μας. Εδώ, το νερό συσσωρεύεται και δημιουργείται φράγμα, αφού συμβάλλει σε αυτό και το τοιχίο του Παλαιού Λιμεναρχείου, το οποίο έχουμε ζητήσει επανειλημμένως να αντικατασταθεί με κάγκελα, για να διοχετεύεται το νερό.
Τις πρώτες ώρες της πλημμύρας οι αρχές έλεγαν ότι δεν είναι όλες ακριβώς αρμόδιες γι’ αυτό το τοιχίο, κι έτσι χάσαμε μία ολόκληρη μέρα».
Οταν τα νερά είχαν φτάσει στην επιχείρηση, εκείνος και οι συνεργάτες του άρχισαν να τοποθετούν τα εργαλεία σε ψηλά σημεία. «Οσο ψηλά κι αν τα βάζαμε όμως, δεν γινόταν δουλειά, το νερό όλο και αυξανόταν μέσα στο κατάστημα. Τότε, αποφασίσαμε να φύγουμε. Για να βγούμε, δε, πήρα τις κυρίες του γραφείου στην πλάτη μου. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να αποκλειστούμε εδώ μέσα».
Πάρκο θαμμένο στη λάσπη, στην περιοχή του Παλαιού Λιμεναρχείου. (©Αρχείο Χριστόφορου Σεμέργελη)
Επί τρεις ημέρες, ο Δημήτρης Κανελλής ήταν αδύνατον να επιστρέψει στην επιχείρησή του. Σκεφτόταν διαρκώς την καταστροφή που τον περίμενε, αλλά είχε πείσει τον εαυτό του πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. «Εκλεινα τα μάτια μου και σκεφτόμουν την πλημμύρα, αλλά το μυαλό μου πήγαινε σε όσους είχαν τα σπίτια τους εκεί».
Βέβαια, μόλις 20 μέρες μετά, βρέθηκαν στο ίδιο έργο θεατές.
Κι μόλις είχαν αρχίσει να βάζουν τα πράγματα σε μια σειρά. «Είχαμε ακούσει ότι έρχεται κακοκαιρία και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να ασφαλίσουμε τα πράγματα. Τη δεύτερη φορά, όμως, το ψυχολογικό κομμάτι ήταν το χειρότερο.
Και το μόνιμο άγχος ότι θα μας συμβεί και τρίτη και τέταρτη φορά· δεν ξεπερνιέται αυτό. Κάθε φορά που βρέχει, αναβιώνουμε τον ίδιο εφιάλτη».
«Η γειτονιά ερημώνει, παρότι επιμένει να μπει σε κανονικούς ρυθμούς. Οσοι ζούσαν σε ισόγεια δεν έχουν επιστρέψει», περιγράφει ο Δημήτρης Κανελλής.
«Ολοι φοβόμαστε ότι θα τα επιδιορθώσουμε και θα συμβεί ξανά το ίδιο. Κάνουμε προετοιμασίες για την επόμενη πλημμύρα που θα μας βρει. Υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν λαμαρίνες, κλείνουν μπαλκόνια. Εμείς βάζουμε τα ευαίσθητα μηχανήματα σε ψηλά σημεία».
«Εχουμε κι άλλους φόβους», λέει προς το τέλος της συνομιλίας μας. «Πριν από την πλημμύρα, είχαμε φωτιές, μετά πνιγήκαμε. Τι άλλο μάς περιμένει, δηλαδή; Φοβόμαστε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, ότι κινούμαστε σε τεντωμένο σχοινί. Με την επόμενη καταστροφή θα αναδειχθούν οι χρόνιες παθογένειες: αυτές που μοιάζουν απίθανες για μια χώρα τον 21ο αιώνα και δεν δικαιολογούνται».
Από την Καθημερινή