Του Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλολόγου
“Τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν / μετρούσαν, / δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία, / κι αλλάζανε ρυθμό στην Ιστορία” («1050 Χιλιόκυκλοι», Κωστούλας Μητροπούλου).
Το «Βέλος του Χρόνου είναι ανηλεές. Προχωρά με σταθερότητα, χωρίς διακοπές, αναστολές και συναισθηματισμούς. Οι αμφιταλαντεύσεις του δεν είναι γνώρισμά του. Ο Eddington περιέγραψε σωστά την μονοδρομικότητά του. Ο Χρόνος, δηλαδή, ακολουθεί πάντα μία κατεύθυνση στο χώρο. Από το παρελθόν στο μέλλον. O Χρόνος δεν γυρίζει πίσω…
17 Νοέμβρη 1973. Μαλλιά ξανθά, ανεμελιά της νιότης, περίσσευμα συναισθημάτων και όνειρα πολλά για το μέλλον. Το «Βέλος του Χρόνου» φαίνεται να μην ακουμπούσε ακόμη τη βιασύνη μας να τα γνωρίσουμε όλα και να βιώσουμε με έντονο τρόπο τα μεγάλα μυστικά της ζωής. Όταν είσαι νέος δεν μετράς το χρόνο που πέρασε, γιατί είναι σύντομος, αλλά ούτε μετράς το χρόνο που έρχεται γιατί είναι ακόμη άφθονος.
Βέβαια, εκτός από το «θερμοδυναμικό» βέλος του Χρόνου υπάρχει και το «Ψυχολογικό Βέλος» του Χρόνου που στρέφεται προς την κατεύθυνση που αισθανόμαστε ότι ο χρόνος περνάει και φεύγει. Εξάλλου είναι κοινή παραδοχή πως η ταχύτητα του χρόνου επηρεάζεται και από την ψυχική μας διάθεση. Αυτά λένε οι ειδικοί, όπως ο Hawking.
Άλλοι λένε πως όλα τα παραπάνω είναι ανθρώπινες επινοήσεις για να ερμηνεύσουμε το ακατάληπτο και δυσεξήγητο φαινόμενο της ανθρώπινης γήρανσης.
17 Νοεμβρίου 2023. Μαλλιά άσπρα, το άγχος της τρίτης ηλικίας, πλεόνασμα λογικής και ψυχρών υπολογισμών και η ελπίδα να βγάλουμε κι αυτόν το χρόνο. Το «Βέλος του Χρόνου» φαίνεται να άλλαξε ταχύτητα, αλλά όχι και κατεύθυνση. Τρέχει πιο γρήγορα τώρα προς το τέλος του (αλήθεια ποιος μπορεί να ορίσει με ακρίβεια το τέλος του δικού του Βέλους του Χρόνου;) και μάς αναγκάζει να επιβραδύνουμε την ταχύτητά του.
Ευτυχώς ο Θεός μάς χάρισε το μηχανισμό της Μνήμης ως αντίβαρο στη μονοδρομικότητα του Χρόνου. Μπορούμε, δηλαδή, να γυρίζουμε στο παρελθόν εμπλουτίζοντας τη ζωή μας με θύμησες που μάς ξανανιώνουν. Πολλές φορές, όμως, η μνήμη μας είναι άκρως επιλεκτική. Από το παρελθόν μας σκανάρει μόνο λίγες στιγμές κι αυτές μάς παραδίνει.
Οι ψυχολόγοι λένε πως αυτό εξηγείται από το γεγονός πως στη μνήμη μας μένει έντονο ό,τι προκάλεσε το ενδιαφέρον μας και την προσοχή μας. Αυτό αποθηκεύεται στα σκοτεινά δώματα του υποσυνείδητού μας και μάς πιέζει να το ξαναθυμηθούμε ή να το ξαναζήσουμε (αν αυτό είναι εφικτό) ή να το βιώσουμε ως ανάμνηση.
17 Νοέμβρη 1973….17 Νοεμβρίου 2023. Πώς και γιατί ο Νοέμβρης έγινε Νοέμβριος; Ax!…αυτή η πτώση. Όσο αθώα φαίνεται, άλλο τόσο αποκαλυπτική είναι για τον συντηρητισμό μας και τον ρεαλισμό μας. Πόσο διδακτική, όμως, είναι και για τη σωστή ερμηνεία ενός γεγονότος που συγκλόνισε τη νιότη μας. Και πώς να ερμηνεύσεις ένα γεγονός μετά από 50 χρόνια που για σένα δεν ήταν απλά ένα γεγονός αλλά και ένα βίωμα;
Το γεγονός συνιστά μία αντικειμενική πραγματικότητα και υπακούει στους νόμους και τους κανόνες της λογικής. Το βίωμα, όμως, είναι κάτι υποκειμενικό και επηρεάζεται και διηθείται από τα Ιδεολογικά, Πολιτικά, Κοινωνικά, Γνωστικά, Φιλοσοφικά και Ηθικά φίλτρα.
Αλήθεια αντικειμενική και αποδεκτή από όλους δεν υπάρχει. Μόνο «δοξασίες» υπάρχουν και ερμηνείες του γεγονότος και της πραγματικότητας.
“Σας μιλά ο σταθμός των Ελεύθερων Αγωνιζόμενων Φοιτητών, των Ελεύθερων Αγωνιζόμενων Ελλήνων”.
Ax! Αυτές οι πτώσεις και οι τόνοι! Πώς μπόρεσαν και σημάδεψαν εκείνη τη βραδιά! Πώς μπόρεσαν και απέδειξαν πως η εξέγερση και η επανάσταση είναι πρώτα γλωσσικά φαινόμενα και μετά πολιτική και κοινωνική πράξη.
Α! Bεβαιότατα, των «Αγωνιζόμενων» και όχι των «Αγωνιζομένων». Όλη η εξέγερση μέσα στην επανάσταση της Προπαραλήγουσας. Η μεγάλη Εκδίκηση.
Πολλοί πρεσβεύουν πως τα μεγάλα γεγονότα και τις βίαιες ανατροπές τις επωάζουν και κάποιες γλωσσικές αναδιατάξεις και μετασχηματισμοί. Αυτή η γλωσσική απειθαρχία της Προπαραλήγουσας έναντι των άλλων πτώσεων εκκολάπτει τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση του ατόμου και του λαού.
“Χρειάζονται πολλοί απείθαρχοι για να απελευθερωθεί ένας λαός” (Georges Bernanos, Γάλλος συγγραφέας).
Αυτή η απειθαρχία των «κακών παιδιών» του Πολυτεχνείου του Νοέμβρη του 1973, με τα μακριά μαλλιά και το φλογερό πάθος για ελευθερία και δημοκρατία, είναι που ενεργοποίησε και επιτάχυνε τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς της πτώσης της δικτατορίας του 1967.
«Εδώ Πολυτεχνείο…! Εδώ Πολυτεχνείο, σάς μιλά ο σταθμός…».
Αυτοί οι 1050 χιλιόκυκλοι και οι δύο εμβληματικές φωνές των εκφωνητών μαζί με τις «γλωσσικές αταξίες» συγκίνησαν και θέρμαναν τον πόθο των Αθηναίων αλλά και όλων των Ελλήνων για Ελευθερία και Δημοκρατία εκείνη την μαγική και έναστρη βραδιά του Νοέμβρη του 1973. Χρόνια οι Έλληνες ζητούσαν το κάτι διαφορετικό, το κάτι παραπάνω για να νιώσουν τη φλόγα της Ελευθερίας.
“Δεν είναι το φως που χρειαζόμαστε, αλλά η φωτιά. Δεν είναι η βροχούλα, η βροντή. Χρειαζόμαστε την καταιγίδα, τον ανεμοστρόβιλο και τον σεισμό” (Frederick Douglass,αμερικανός ακτιβιστής).
Τι μπορεί, όμως, να έμεινε μετά από 50 χρόνια. 1973-2023! Πώς πέρασε μισός αιώνας!…Λες και ήταν χθες. Για τους πρωταγωνιστές και σε όσους βρέθηκαν εκείνη την ηρωική βραδιά στο χώρο του Πολυτεχνείο ήταν κάτι πρωτόγνωρο, μοναδικό και ξεχωριστό, κι ας μην ήξεραν ούτε καν το είχαν συνειδητοποιήσει ότι εκείνη τη βραδιά έγραφαν ιστορία. Μία Ιστορία που δεν υπακούει στου γνωστούς νόμους των διαφόρων ιδεολογιών (οικονομικός μετασχηματισμός, συνειδητοποίηση του προλεταριάτου…).
Μέσα στον αγώνα τους για την ελευθερία οι φοιτητές δίδαξαν και κάτι άλλο στους σύγχρονους, που καπηλεύονται την αθωότητα των πρωταγωνιστών του Πολυτεχνείου. Οι μεγάλες ανατροπές και οι μεγάλες ρήξεις δεν είναι υποχρεωτικό και νομοτελειακό να συνοδεύονται και από την απότοκη βία. Εκείνη τη βραδιά η βία ως μέσο διεκδίκησης έλειπε παντελώς από τους αγωνιζόμενους φοιτητές. Η μόνη βία που υιοθετήθηκε ήταν η βία των συνθημάτων στους τοίχους και στα λεωφορεία…
Η παραπάνω διαπίστωση μπορεί να φαίνεται περίεργη, είναι όμως τόσο αληθινή όσο και διδακτική. Γι αυτό προκαλεί μελαγχολία η άμετρη βία και οι υλικές καταστροφές που συνοδεύουν κατά τεκμήριο τις πορείες εορτασμού του Πολυτεχνείου.
Μήπως αυτή η βία και οι καταστροφές αποφλοιώνουν το γεγονός της εξέγερσης από κάθε υγιές στοιχείο και αναγκάζουν τους πρωταγωνιστές εκείνης της βραδιάς (επώνυμους και ανώνυμους) σε μια βαθιά και πολύχρονη σ ι ω π ή;
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η χρονική απόσταση από ένα γεγονός που έχει την μορφή της εξέγερσης ή επανάστασης ενεργοποιεί κάποιους συντηρητικούς μηχανισμούς στην τελική του αποτίμηση και αξιολόγηση. Κι αυτό γιατί κάποιοι από του πρωταγωνιστές εκείνης της βραδιάς εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους με πολιτικά αξιώματα και οικονομικές καριέρες.
“Ο πιο φλογερός επαναστάτης θα γίνει συντηρητικός την επόμενη μέρα μετά την επανάσταση” (Hannah Arendtt).
Κάθε κοινωνία, όπως και κάθε μεμονωμένο άτομο, διαποτίζεται από την ανάγκη να βιώνει ως αίσθημα και γεγονός μία αίσθηση συνέχειας με το παρελθόν. Η «συλλογική μνήμη» λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο και γι αυτό οι κοινωνίες και οι πολίτες αναζητούν τα αναγκαία σύμβολα. Αυτή η ανάγκη, όμως, καθόλα αποδεκτή και ερμηνεύσιμη μερικές φορές οδηγεί σε ανιστόρητες απλοποιήσεις και παραχαράξεις που αποδυναμώνουν τους συμβολισμούς κάποιου γεγονότος.
Στις επετειακές εκδηλώσεις μνήμης του Πολυτεχνείου εμφανίστηκε και το σύνθημα «ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ». Με τέτοια συνθήματα, όμως, και με τέτοιες ανιστόρητες ταυτίσεις διχάζονται οι γενιές που δεν έζησαν το γεγονός του Πολυτεχνείου και αρχίζουν να το απομυθοποιούν και να το χρεώνουν ως ιστορικό γεγονός σε κάποιο ιδεολογικό χώρο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Ελλάδα και η σημερινή κοινωνία έχει ανάγκη από κάποιους μύθους και σύμβολα για την επιβίωσή της και το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Χρειάζεται τόσο τις μεγάλες αλήθειες, όσο και το ρεαλισμό για την προσαρμογή και τον αγώνα της ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που απεργάζονται τον αφελληνισμό και την απο-Ιδεολογικοποίηση των πάντων.
Ας διεκδικήσουμε ως άτομα και κοινωνία ό,τι μάς ανήκει και ό,τι κάποιοι μάς το αρνούνται. Είναι το καλύτερο μνημόσυνο για όσους χάθηκαν και πάλεψαν στις 17 Νοέμβρη 1973. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που μάς προτρέπει και ο Μπρεχτ:
“Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε αυτό που σάς αρνιούνται”.