Κάθε φορά που συναντώ διακεκριμένους Ελληνες της Διασποράς νιώθω μια στενοχώρια. Αγαπούν την Ελλάδα και την έχουν στο μυαλό τους πολύ πιο ψηλά από πολλούς κυνικούς μόνιμους κατοίκους της. Δεν καταλαβαίνουν τη νεοελληνική παρακμή, είτε αυτή εκδηλώνεται στην τραγική κατάσταση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας είτε στην απόλυτη επικράτηση της αναξιοκρατίας σε πολλούς κρίσιμους τομείς. Σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη ότι «αυτά δεν γίνονται», πιστεύουν ακράδαντα πως «όλα γίνονται, αρκεί να υπάρχουν η θέληση και ο επαγγελματισμός».
Είναι συγκινητικό και εμπνέει αισιοδοξία να βλέπεις ανθρώπους που δεν γεννήθηκαν ούτε οι ίδιοι ούτε και οι παππούδες τους στην Ελλάδα να νοιάζονται γι’ αυτήν. Να φροντίζουν ώστε να την επισκέπτονται νέοι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές για να μη χαθούν οι δεσμοί με τη δεύτερη πατρίδα τους.
Το νεοελληνικό μικρόβιο που μας κάνει να τα μπλέκουμε όλα σε ένα κουβάρι, με λίγη διαφθορά, λίγο προσωπικούς ανταγωνισμούς και έλλειψη σχεδιασμού, έχει δυστυχώς μπολιάσει και τη Διασπορά. Εξαιρετικές πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν με φανφάρες έχουν εκφυλιστεί σε κοινωνικές ή κοσμικές εκδηλώσεις χωρίς ουσία. Αντί να προωθούν την επιχειρηματικότητα, όπως ήταν ο στόχος, εξελίχθηκαν σε ανούσιες δημόσιες σχέσεις.
Ο Ελληνισμός της Αμερικής περνάει μια πρωτόγνωρη και δομική κρίση. Το κενό ηγεσίας στην Εκκλησία, μαζί με τα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης, έχει παγώσει τους δυναμικούς Ελληνοαμερικανούς. Είναι πολλοί όσοι θέλουν να αναμειχθούν και να βοηθήσουν να αποκτήσει η ελληνοαμερικανική κοινότητα την αίγλη περασμένων εποχών. Χρειάζονται όμως πρωτοβουλίες και το κυριότερο, να αντιληφθούν άπαντες στην Αθήνα, στο Φανάρι και όπου αλλού ότι ο χρόνος τελειώνει.
Η Ελλάδα μεγάλωσε σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της λόγω της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής ισχύος που άντλησε από τη Διασπορά της. Από τη γέννηση του ελληνικού κράτους έως την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου και μετά, ο ρόλος της ήταν καταλυτικός. Το χάσμα ήταν βέβαια πάντοτε μεγάλο από την εποχή που ο Υψηλάντης δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τους Πελοποννήσιους τοπάρχες. Στο τέλος όμως της ημέρας η Διασπορά ήταν ο καταλύτης που μας πήγαινε μπροστά.
Σήμερα την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ. Είμαστε μια κουρασμένη, γερασμένη χώρα που δεν έχει πυξίδα, ενέργεια, έμπνευση. Η Διασπορά θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, αρκεί να μπορέσει να εμπιστευθεί την Ελλάδα σαν μια χώρα με κανόνες, ήθος και όραμα. Και βέβαια μην ξεχνάμε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της όταν έχουμε απέναντί μας έναν απρόβλεπτο, ασταθή γείτονα. Ας μην το σκεφθούμε αυτό όταν θα την έχουμε άμεση ανάγκη…