Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πασιχαρής, στην αργόσυρτη τελετή στο υπουργείο Εξωτερικών το πρωινό του Σαββάτου. Είχε, προφανώς, πείσει τον κ. Ν. Κοτζιά ότι δεν θα διαρρεύσει εκείνος την επιστολή παραίτησης του τέως υπουργού Εξωτερικών, την οποία ο πρωθυπουργός προτιμούσε να μην έχει διαβάσει. Είχε επίσης συμφωνήσει να ξεκινήσει μια συζήτηση ανταλλαγμάτων με τον κ. Κοτζιά ενόψει των γενικών εκλογών οι οποίες, πλέον, δεν αργούν.
Ο κ. Τσίπρας χρειάζεται χρόνο. Τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Πρέπει να μπορέσει να ανακοινώσει μερικά «καλά νέα». Καμία σημασία δεν έχει ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από τα «καλά» νέα. Πρέπει να προσφύγει στις εκλογές σε χρόνο αρκούντως μακρινό από το μνημόνιο. Επειδή το τρίτο δάνειο ήταν αχρείαστο και επιβλήθηκε επί των ερειπίων που προκάλεσαν τα λάθη, τακτικής αρχικώς, που έγιναν από τότε που φάνηκε ότι θα είναι αυτός ο επόμενος κυβερνήτης. Και τα ακόμη χειρότερα λάθη όταν έγινε πρωθυπουργός και τα τρισχειρότερα λάθη που συνέχισε να κάνει έχοντας υπογράψει απίθανες δεσμεύσεις λιτότητας τον Αύγουστο του 2015.
Τώρα όμως, ο κ. Τσίπρας έχει την ευκαιρία να ξεφύγει. Οσο μπορεί. Διατηρεί άλλωστε την πρωτοβουλία των κινήσεων σε δύο κρίσιμους τομείς. Ο πρώτος περιλαμβάνει τις συζητήσεις με τους Ευρωπαίους να αποδεχθούν την υπερφορολόγηση ως προϋπόθεση για την επίτευξη του 3,5%. Σε δεύτερο χρόνο, ο πρωθυπουργός δημιουργεί χώρο για προεκλογικούς ελιγμούς.
Η παροχή των συντάξεων στο τρέχον ύψος στους πρώτους μήνες του 2019, δηλαδή το σενάριο «καμία αλλαγή πριν από τις εκλογές», αποτέλεσε προαπαιτούμενο για τον κ. Τσίπρα στις συζητήσεις που είχε την πρόνοια να διεξαγάγει κατά το κλείσιμο του μνημονίου. Η ανταλλαγή «Σκόπια και μετανάστες» έναντι «συντάξεων και αυξήσεων», που έκανε με τους Ευρωπαίους, είναι το βασικό σενάριο με το οποίο σκόπευε να φθάσει στις κάλπες και, με τη βοήθεια του πανικόβλητου Καμμένου, όλα δείχνουν ότι μπορεί, τελικά, να τα καταφέρει.
Το επόμενο «μεγάλο κόλπο» του κ. Τσίπρα είναι τα εργασιακά. Η κυρία Αχτσιόγλου δηλώνει πρόθυμη, χωρίς να τηρούνται πάντα οι προϋποθέσεις, να επεκτείνει όσες εργασιακές συμβάσεις συμφωνούνται αυτή την περίοδο, σε όφελος «όλων» των εργαζομένων, χωρίς βεβαίως να αναλαμβάνει την παραμικρή ευθύνη για τις προσαρμογές που υποχρεωτικώς θα προκύψουν στην πραγματική οικονομία. Η κυβέρνηση θα προσθέσει το ποσό των 25 ευρώ (μεικτά) στον κατώτατο μηνιαίο μισθό, όχι αργότερα από τον Φεβρουάριο. Είναι πάντως πιθανόν να καταργηθούν, ταυτοχρόνως, οι τριετίες της αυτόματης μισθολογικής ωρίμανσης, ρύθμιση που διατηρήθηκε ακόμη και στο πιο σκοτεινό σημείο των μνημονίων.