Του Ηλία Γιαννακόπουλου
Αναζητώντας εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν τον άνθρωπο και ως ένα βαθμό προδιαγράφουν την πορεία του ως πολυδιάστατης ύπαρξης – εύκολα ή δύσκολα – θα καταλήγαμε στα εξής τρία, χωρίς αυτό να συνιστά κάτι το αδιαπραγμάτευτο:
Η Μοίρα!… η Τύχη… και η Θέληση!
Η σειρά κατάταξής τους δεν είναι κατ’ ανάγκην αξιολογική, αφού ο καθένας ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τη βιοθεωρία του και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις θα μπορούσε να αλλάξει τη σειρά τους ή ακόμη – ακόμη και να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποιο από αυτά. Εξάλλου οι αξιολογήσεις αυτές έχουν πάντα υποκειμενικό χαρακτήρα. Εκείνο που προέχει είναι η παράθεση επιχειρημάτων για το «πώς» τα στοιχεία αυτά συνιστούν το αναγκαίο πλαίσιο ζωής του ανθρώπου.
Η Μοίρα
«Εκάστω μοίραν έθηκαν αθάνατοι θνητοίσι επί ζείδωρον άρουραν».(Όμηρος)
Ο Όμηρος ρητά δηλώνει πως οι θεοί ορίζουν τη μοίρα του κάθε ανθρώπου κι από αυτήν κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Η μοίρα ως έννοια κατάγεται από το ρήμα *μείρομαι που σημαίνει γίνομαι μέτοχος, λαμβάνω μερίδιο, μετέχω στην κλήρωση. Σημασιολογικά συγγενή με την μοίρα είναι το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό, το κάρμα, το κισμέτ, η ειμαρμένη.
Το πεπρωμένο ακολουθεί ως επιγέννημα τη μοίρα και επιβλέπει την αυστηρή εφαρμογή των επιταγών της. Μοίρα, δηλαδή, και πεπρωμένο συμπλέουν χωρίς να ταυτίζονται και είναι άτεγκτα και τα δύο προς θεούς και ανθρώπους. Σύμφωνα και με τον Ηρόδοτο: «Την πεπρωμένην μοίραν αδύνατά εστί αποφυγέειν και θεώ» (Α, 91).
Η Μοίρα και το Πεπρωμένο ως δίδυμες και συμπλέουσες δυνάμεις ανευρίσκονται ως αντίληψη σε όλους τους λαούς και διαχρονικά. Αυτή η διαχρονική και οικουμενική αποδοχή τους αναβλύζει από την άκριτη πίστη του ανθρώπου σε υπερφυσικές – θεϊκές δυνάμεις που συνυφαίνουν την κοσμική τάξη του σύμπαντος. Και όσο αυτή η κοσμική τάξη είναι αφανής και άγνωστη τόσο τροφοδοτεί το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου με απορίες, φοβίες και αγωνία για την επιβίωσή του. Στα πλήθος και στην ένταση αυτών των συναισθημάτων συντείνει τα μέγιστα και η οδυνηρή συνειδητοποίηση από μέρους του ανθρώπου της περατότητας – θνητότητάς του.
Το εγγενές αίσθημα αδυναμίας του φθαρτού ανθρώπου απέναντι στις συμπαντικές δυνάμεις δρα πολλαπλασιαστικά στην αποδοχή και υποταγή σε αυτές. Πολλές φορές αισθάνεται ότι αποτελεί ένα άβουλο όργανο και τραγικό θύμα των επιταγών της μοίρας, αφού ούτε τη γνωρίζει και ούτε μπορεί να την αποφύγει. Κι αν υποψιαστεί και πιστέψει πως μπορεί να την αλλάξει ή να την αποφύγει, τότε ίσως μπορεί και να την προκαλέσει ή επισπεύσει με τις πράξεις του. Τα πάθη του Οιδίποδα είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση.
«Αν είσαι εκείνος, να ξέρεις ότι είσαι δύσμοιρος/ από γεννησιμιού…/ Αλίμονο, όλα εκπληρώθηκαν λοιπόν…»
Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν την Μοίρα, ενώ ο Ησίοδος την τριχοτόμησε με τις τρεις επί μέρους μοίρες που αντιστοιχούσαν στα αντίστοιχα χρονικά επίπεδα της βιολογικής ανθρώπινης ζωής: Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος. Οι φιλόσοφοι με πολλές διαφοροποιήσεις ταύτισαν την Μοίρα με μία κοσμική νομοτέλεια σύμφωνα με την οποία όλα γίνονται «κατά το χρεών» (αναγκαιότητα). Οι Στωϊκοί αποδέχτηκαν αβασάνιστα τη δύναμη της Μοίρας και κήρυξαν την «μοιρολατρία» ως μία στάση ζωής που στοχεύει στην πραγμάτωση της Ευτυχίας μέσα από την απραξία και την απάθεια (Fatalismus).
Στην σύγχρονη, όμως, φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη η παραπάνω στάση δεν γίνεται αποδεκτή γιατί αφυδατώνει την προσωπική ελευθερία του ατόμου, καταργεί την ανθρώπινη βούληση, απαξιώνει την ευθύνη και την τέλεση του καθήκοντος και τελικά εκκολάπτει την δουλοφροσύνη και την παραίτηση ως στάση ζωής.
Η Τύχη
«Δυσπαρακολούθητόν τι πράγμ’ εστίν η τύχη»
Η Τύχη, δεύτερον τη τάξει προσδιοριστικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, δεν παρουσιάζει μόνον προβλήματα εννοιολογικής προσέγγισης (από το ρήμα *τυγχάνω) αλλά και παρακολούθησής της, όπως τονίζει ο Μένανδρος. Αν, δηλαδή, η Μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη, η Τύχη είναι απρογραμμάτιστη. Το ευμετάβλητον της Τύχης την κατέστησε αναξιόπιστη στους αρχαίους και γι’ αυτό δεν επηρέασε έντονα τη στάση τους απέναντι σε αυτή, όπως η Μοίρα.
Η θεοποίηση της Τύχης αποσκοπούσε στην πρόκληση της εύνοιάς της γιατί ο αβέβαιος χαρακτήρας, ο αιφνιδιασμός και ο αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας της την καθιστούσαν επικίνδυνη και απρόβλεπτη. Σήμερα η Τύχη, όπως και παλιά λειτουργεί ως ένας ευδιάκριτος μεσολαβητής μεταξύ της ανθρώπινης ευθύνης και της θέλησης των θεών – Μοίρας – Συμπαντικής τάξης. Η συγκυριαρχία της Μοίρας και της Τύχης εξουσιάζει δεσποτικά τον ανθρώπινο βίο κι άλλοτε διαμορφώνει μία πεσιμιστική στάση ζωής κι άλλοτε ενεργοποιεί τις εσωτερικές μας αντιδράσεις.
Η φράση «ήταν τυχερό που συνέβη» παραπέμπει στην αποδοχή του νόμου των πιθανοτήτων και της τυχαιότητας. Πολλοί προσεγγίζοντας την τύχη και το ασαφές κι ευμετάβλητο κέλυφός της, άλλοι την ερμηνεύουν ως μία κατάσταση που έχει «υπόσταση και αυθυπαρξία» κι άλλοι τη θεωρούν ως ένα αποτύπωμα μιας φανταστικής σύλληψης του ανθρώπινου πνεύματος. Έτσι με σκεπτικισμό παρακολουθούμε το εκκρεμές της τύχης (θεοποίηση ® απόρριψη). Όσο κι αν κυριαρχεί ο ορθολογισμός και ο νόμος της αιτιοκρατίας, οι επιστήμονες και οι απλοί άνθρωποι διαβλέπουν μία τυχαιότητα και απροσδιοριστία στη λειτουργία του σύμπαντος, εξ ου και η «αρχή της απροσδιοριστίας» του Χάϊζενμπεργκ.
Με την τύχη έχει συνδεθεί η ευημερία, η επιτυχία και η ευδαιμονία του ανθρώπου. Για πολλούς η τύχη είναι δημιούργημα του ανθρώπου και όχι το αντίθετο. Η τύχη για να προσφέρει χρειάζεται και την ανθρώπινη αρετή, δράση και τόλμη. Η τύχη γενικά βοηθά τους τολμηρούς. Οι τυχάρπαστοι και τυχαίοι, όμως, άνθρωποι αφήνονται στις μεταλλάξεις της και παθητικοποιούνται. Καθίστανται άνευρα υποκείμενα μιας ζωής χωρίς νόημα και προοπτικές. Την αυτοαιχμαλωσία στην Τύχη την περιέγραψε με εμφαντικό τρόπο ο Καβάφης στο ποίημά του «Τρώες».
«Είν’ η προσπάθειές μας/ σαν των Τρώων./ Θαρρούμε πως με/ απόφαση και τόλμη/ θ’ αλλάξουμε της τύχης/ την καταφορά,/ κι έξω στεκόμεθα ν’/ αγωνισθούμε…/ Όμως η πτώσις μας είναι/ βεβαία»
Η Θέληση
«Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος».(Σολωμός)
Αν η Μοίρα και η Τύχη συνιστούν στοιχεία – δυνάμεις εξωανθρώπινες, απρόβλεπτες και φυσικές αναγκαιότητες, η θέληση χαρακτηρίζει μόνον τον άνθρωπο. Η θέληση είναι μία συνειδητή επιλογή και όχι κάτι γονιδιακό. Ενυπάρχει στο γενεαλογικό υλικό κάθε ανθρώπου κι εξαρτάται από αυτόν πότε θα το ενεργοποιήσει και για ποιο στόχο: «Να είσαι αφεντικό της θέλησής σου και ο δούλος της συνείδησής σου».
Η θέληση ως προσωπική αρετή και αξία διασώζει και προβάλλει την μοναδικότητα του ανθρώπου καθώς διαφυλάσσει και καλλιεργεί όλα εκείνα τα θετικά και δημιουργικά στοιχεία που πλέκουν τον ιστό μιας υγιούς προσωπικότητας. Προσδίδει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του υποκειμένου και διευκολύνει τόσο στον ορισμό των στόχων όσο και του τρόπου πραγμάτωσής τους. Δημιουργεί ελεύθερες συνειδήσεις και τροφοδοτεί το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης. Σε όλα αυτά μπορεί να προστεθεί και η αυτογνωσία που αποκτά το άτομο, στοιχείο που λειαίνει το έδαφος για τις σχέσεις και επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας.
Κύριος εκπρόσωπος της φιλοσοφίας της Θέλησης ο Νίτσε που τη συνέδεσε με τη Δύναμη στο έργο του «Θέληση για δύναμη». Σε αυτό του το έργο αναδεικνύει τη δύναμη της θέλησης και το ρόλο της στην αποδόμηση των παλιών αντιλήψεων για την ηθική και τα κίβδηλα είδωλα («Το λυκόφως των ειδώλων»). Σχετικά γράφει για τη σχέση Θέλησης και Δύναμης, που είναι και το κομβικό σημείο μιας νέας αντίληψης για τη ζωή και την επικοινωνία μετά τον «θάνατο των θεών»:
«Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή που να έχει αξία εκτός από το βαθμό δύναμης, δεδομένου ότι η ίδια η ζωή είναι η θέληση για δύναμη».
Ωστόσο η δύναμη της θέλησης μπορεί να καταστεί επικίνδυνη στο βαθμό που δεν γνωρίζει να ισορροπεί ανάμεσα στην Λογική και το Συναίσθημα. Διαφορετικά καθίσταται στείρα αν τροφοδοτείται μόνο από το πνευματικό στοιχείο χωρίς το αναγκαίο συναισθηματικό και ψυχικό φορτίο. Από την άλλη πλευρά αν η θέληση με τη σύμπραξη της δύναμης δεν τιθασευτεί μπορεί να τροφοδοτήσει τον αντικοινωνικό ναρκισσισμό και να προκαλέσει τερατογενέσεις. Όσο η θέληση μπορεί να ανοίξει δρόμους άλλο τόσο μπορεί με την αλόγιστη δύναμη να πληγώσει το υποκείμενο και να ματώσει την κοινωνία.
Επιμύθιον
Μπροστά, λοιπόν, στα κυκλώπεια τείχη της Μοίρας και της Τύχης ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να σταθεί με σεβασμό, μετριοφροσύνη αλλά και ψυχραιμία. Δεν είναι υποχρεωτικά ένα αμελητέο παίγνιο εξωγενών δυνάμεων του ακατάλυτου σύμπαντος. Η θέληση μπορεί να μάς βοηθήσει να σταθούμε όρθιοι, να κάνουμε τις υπερβάσεις και να γίνουμε εμείς οι δημιουργοί της ζωής μας και οι πλάστες μιας άλλης κοινωνίας.
Στον προτρεπτικό και διδακτικό λόγο του Φρανκ Αουτλώ
«Πρόσεχε τις σκέψεις σου, γίνονται λόγια. Πρόσεχε
τα λόγια σου, γίνονται πράξεις. Πρόσεχε τις
πράξεις σου, γίνονται συνήθειες. Πρόσεχε τις
συνηθειές σου, γίνονται χαρακτήρας. Πρόσεχε το
χαρακτήρα σου, γιατί γίνεται η μοίρα σου»
θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ένα άλλο πιο αισιόδοξο σάλπισμα δύναμη και θέλησης από τον Παλαμά.
«Κι ο άνθρωπος ο/ βαριομοίρης/ να! υψωμένος νικητής/ σε μια γη πλατιά,/ προφήτης/ μιας πλατύτερης ψυχής»