Υιοθεσία με διαφορά ηλικίας άνω των 50 ετών με το ανήλικο υπό υιοθεσία τέκνο αλλοδαπής ιθαγένειας
Μεταξύ των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος για την υιοθεσία είναι και το ηλικιακό όριο μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετημένου. Όμως σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας έχει σχετική και επιβοηθητική σημασία και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα υιοθεσίας.
Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους. Σε περίπτωση δηλαδή που ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος έχουν διαφορετική ιθαγένεια, για τον καθορισμό των ουσιαστικών προϋποθέσεων της υιοθεσίας, εφαρμόζεται για τον καθένα το δίκαιο της δικής του ιθαγενείας (επιμεριστικό σύστημα), με την επιφύλαξη ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν προσκρούουν στα ημεδαπά χρηστά ήθη ή τη δημοσιά τάξη. Για το λόγο αυτό προτείνεται σε όποιον θέλει να υιοθετήσει αλλοδαπό τέκνο, να έρθει σε επαφή με νομικό της αλλοδαπής χώρας ώστε να προσκομίσει στο δικαστήριο επίσημη γνωμάτευση στην οποία θα αναφέρονται οι διατάξεις που προβλέπουν την υιοθεσία με βάση το αλλοδαπό δίκαιο και ποιες ακριβώς προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται ώστε η υιοθεσία να είναι δυνατή.
Στην Ελλάδα ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων αποτελεί κοινωνικό θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης των υιοθετούμενων παιδιών, την παροχή δυνατότητας ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξής τους σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον, με πλήρως διασφαλισμένα τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους και την ενσωμάτωσή τους σε μια οικογένεια, η οποία, από την άποψη των εννόμων συνεπειών, δεν διαφέρει από την πραγματική οικογένεια, στην υποκατάσταση της οποίας αποβλέπει. Για το λόγο αυτό, το ανήλικο θετό τέκνο εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο κατιόντα του θετού γονέα, εντάσσεται στην οικογένεια του τελευταίου, έχοντας έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο και ταυτόχρονα διακόπτονται οι δεσμοί του με τη φυσική του οικογένεια.
Σημειώνεται δε ότι όταν πρόκειται για ανήλικο τέκνο αυτό αποκτά αυτομάτως την ελληνική ιθαγένεια εφόσον γίνει δεκτή η απόφαση της υιοθεσίας και εγγράφεται κανονικά ως τέκνο στην οικογενειακή κατάσταση των γονέων του ενώ σε περίπτωση ενήλικου τέκνου, μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με αίτηση πολιτογράφησης που όμως εξετάζεται κατά προτεραιότητα και έτσι με τον τρόπο αυτό και το ενήλικο τέκνο που υιοθετείται μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1544 ΑΚ, όπως ισχύει σήμερα, «Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι περισσότερο από πενήντα χρόνια. Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο, που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγο του. Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν υπάρχει διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των 15 ετών». Με την ανωτέρω διάταξη τάσσεται ως προϋπόθεση της υιοθεσίας η διαφορά ηλικίας μεταξύ αυτού που υιοθετεί και αυτού που υιοθετείται, η οποία προσδιορίζεται μεταξύ ενός ελάχιστου ορίου 18 ετών και ενός μεγίστου 50 ετών. Η θέσπιση κατώτατου και ανώτατου ορίου διαφοράς επιβλήθηκε από ηθικούς και κοινωνικούς λόγους, γιο την ομαλή πορεία της υιοθεσίας, με την ύπαρξη ενός γονέα ηλικιακά ώριμου και ακμαίου και επιπρόσθετα, ως προς το ανώτατο όριο διαφοράς, με τη δικαιολογία ότι οι θετοί γονείς με μεγάλη ηλικία δεν παρέχουν τα εχέγγυα για την ομαλή ανατροφή του τέκνου. Η δικαιολογία, ωστόσο, ως προς το τελευταίο, θα ήταν συνεπής και αρκετή, αν εκφραζόταν και μόνο μέσα από τη ρύθμιση του άρθρου 1543 του ΑΚ, που θέτει ανώτατο όριο ηλικίας του υιοθετούντος το 60ο έτος, χωρίς να χρειάζεται ένας επιπλέον φραγμός για την τέλεση της υιοθεσίας, σε περίπτωση μάλιστα που αυτή αποβλέπει αποδεδειγμένα στο συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου. Η υιοθεσία άλλωστε, πρέπει πάντοτε να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου και με γνώμονα την τελευταία αυτή διάταξη, που αποτελεί την προμετωπίδα του περί υιοθεσίας κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα, ως προς τη θέσπιση του ανώτατου ορίου διαφοράς, δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται αποκομμένη, αλλά σε συνδυασμό με τη γενική αρχή της προστασίας του συμφέροντος του τέκνου. Επιπλέον, στο άρθρο 8 παρ. 3 της Διεθνούς Σύμβασης, γίνεται λόγος για μη πλήρωση των προϋποθέσεων της υιοθεσίας στην περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου είναι μικρότερη από την ηλικία που συνήθως χωρίζει τους γονείς από τα τέκνα τους. Η διαφορά όμως ηλικίας κατά τη σύμβαση, και μάλιστα η κατώτατη, δεν αποτελεί «προϋπόθεση» της υιοθεσίας αλλά «κριτήριο», για το πότε η υιοθεσία εξυπηρετεί το συμφέρον του υιοθετούμενου, αλλά και τη δημόσια τάξη, η οποία διασφαλίζεται όταν με τη διαφορά μιας «πλήρους ήβης», που είναι το ελάχιστο όριο για την τεκνογονία, επιτυγχάνεται η απομίμηση της φύσης. Το ανώτατο, αντίθετα, όριο διαφοράς ηλικίας δεν αποτελεί κατά τη σύμβαση «κριτήριο», που να διασφαλίζει το συμφέρον του υιοθετούμενου, όπως ισχύει και στα δίκαια των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης. Επομένως, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας, που δεν αποτελεί κριτήριο κατά τη σύμβαση, αλλά ούτε και επιτάσσεται από λόγους δημόσιας τάξης, πρέπει ως επιλογή του εσωτερικού νομοθέτη να συμπορεύεται προς τους ορισμούς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δηλαδή η υιοθεσία πρέπει να διασφαλίζει το συμφέρον του ανηλίκου. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, όταν το συμφέρον του ανηλίκου επιτάσσει επιμήκυνση του ανώτατου ορίου διαφοράς ηλικίας, αυτό πρέπει να επιμηκύνεται κατά την ίδια ποσοστιαία αναλογία που μειώνεται το ελάχιστο όριο διαφοράς ηλικίας. Υπό το πνεύμα αυτό, το ανώτατο όριο διαφοράς ηλικίας έχει σχετική και επιβοηθητική σημασία και δεν πρέπει να ερμηνευθεί, ως αυστηρή προϋπόθεση της υιοθεσίας, ούτε να θεωρηθεί ότι καθιερώνει απαράβατο τυπικό κώλυμα υιοθεσίας, ιδίως δε όταν η τελευταία γίνεται με την τήρηση του ανώτατου ορίου ηλικίας του υιοθετούντος, που επιβάλλεται και συντρέχει σπουδαίος λόγος για να πραγματοποιηθεί, που βέβαια δεν είναι άλλος από την όσο γίνεται πιο άρτια εξυπηρέτηση του συμφέροντος του υιοθετουμένου, καθόσον στην ημεδαπή έννομη τάξη το ενδιαφέρον σχετικά με το θεσμό της υιοθεσίας έχει επικεντρωθεί στο συμφέρον του υιοθετουμένου ανήλικου τέκνου και στην παροχή δυνατότητας σ' αυτό να μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ανάπτυξη σχέσεων στοργής και αφοσίωσης, με σωστή ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση και με ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας του.
Στην παρούσα περίπτωση, η αιτούσα ζητά να κηρυχθεί θετό τέκνο της, το ανήλικο αβάπτιστο άρρεν φυσικό τέκνο μιας άγαμης μητέρας, Βουλγαρικής υπηκοότητας και του συζύγου της, που γεννήθηκε στην Αθήνα και του οποίου την πατρότητα έχει εκούσια αναγνωρίσει ο σύζυγός της, δυνάμει συμβολαιογραφικού εγγράφου.
Για την εξέταση του παραδεκτού της υιοθεσίας εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Οικογενειακού Κώδικα της Βουλγαρίας, που εφαρμόζονται ως προς το υιοθετούμενο, το οποίο έχει και την Βουλγαρική υπηκοότητα, την οποία απέκτησε λόγω της ιθαγένειας της φυσικής του μητέρας και του ισχύοντος στη Βουλγαρία συστήματος της εξ αίματος κτήσης της Βουλγαρικής ιθαγένειας, ενώ ως προς την αιτούσα, η οποία έχει την Ελληνική ιθαγένεια, καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις για την υιοθεσία του ΑΚ.
Νομοτυπική προϋπόθεση για την υιοθεσία είναι η κατάθεση στο Δικαστήριο, όσον αφορά στην αιτούσα υποψήφια θετή μητέρα έκθεσης κοινωνικής έρευνας, η οποία απαιτείται και στις διακρατικές υιοθεσίες, ενώ αντίστοιχη-έκθεση κοινωνικής έρευνας για την φυσική μητέρα του προς υιοθεσία τέκνου δεν έχει συνταχθεί, χωρίς ωστόσο, το γεγονός αυτό να εμποδίζει την πρόοδο της δίκης, καθώς αφενός μεν το πόρισμα της σχετικής έκθεσης δεν είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο αλλά συνεκτιμάται από αυτό. Επίσης για την υιοθεσία του ανηλίκου απαιτείται συναίνεση ενώπιον του ακροατηρίου της θετής μητέρας, του φυσικού πατέρα του τέκνου και σύζυγου της αιτούσας, ενώ η συναίνεση της φυσικής μητέρας του τέκνου αναπληρώνεται καθώς με ειδικά πληρεξούσια δήλωσε ότι αναθέτει αποκλειστικά την επιμέλεια και ανατροφή του φυσικού τέκνου της με σκοπό την υιοθεσία στην οικογένεια του φυσικού πατέρα αυτού και συζύγου της αιτούσας, δεδομένου ότι έχουν συμπληρωθεί τρεις μήνες από τη γέννηση του ανηλίκου.
Το υιοθετούμενο τέκνο λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του η φυσική του μητέρα το παρέδωσε αβάπτιστο στον φυσικό του πατέρα και στην αιτούσα σύζυγό του με σκοπό την υιοθεσία, αναθέτοντάς τους, έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας της υιοθεσίας, την επιμέλειά του, δυνάμει συμβολαιογραφικών πράξεων. Έκτοτε, η αιτούσα και ο σύζυγος της φροντίζουν το ανήλικο με τον προσήκοντα τρόπο, έχουν αφοσιωθεί με αγάπη, τρυφερότητα και υπευθυνότητα σε αυτό, μεριμνούν για την ανατροφή του, καλύπτουν το σύνολο των αναγκών του, λειτουργώντας ως μια οικογενειακή ενότητα και μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί ισχυρός συναισθηματικός δεσμός αγάπης και αφοσίωσης.
Περαιτέρω, η αιτούσα, νόμιμη σύζυγος του φυσικού πατέρα του τέκνου, έχει την ελληνική ιθαγένεια, είναι ηλικίας 54 ετών περίπου επομένως, έχει συμπληρώσει τα 30 έτη και δεν υπερβαίνει τα 60 ενώ, η κατά 4 έτη περίπου υπέρβαση του ορίου διαφοράς ηλικίας που το άρθρο 1544 ΑΚ ορίζει μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου, δεν αποτελεί κώλυμα για την υιοθεσία του ανηλίκου από την αιτούσα, ενόψει του πραγματικού συμφέροντος αυτού. Αντίστοιχο, μεταξύ της αιτούσας και του υιοθετούμενου υπάρχει η απαιτούμενη διαφορά ηλικίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 79 του Οικογενειακού Κώδικα Βουλγαρίας. Η αιτούσα και ο σύζυγός της είναι ικανοί προς δικαιοπραξία και η οικονομική τους κατάσταση είναι καλή, δεδομένου ότι και οι δύο εργάζονται. Επομένως, μπορούν να εξασφαλίσουν άνετη διαβίωση στο υιοθετούμενο τέκνο. Εξάλλου, η αιτούσα έχει άμεμπτο ποινικό παρελθόν. Η φυσική δε μητέρα του προς υιοθεσία τέκνου μετά τη γέννηση αυτού, παρέδωσε αυτό στον φυσικό του πατέρα και στην αιτούσα σύζυγό του, ανέλαβε δε την υποχρέωση να δηλώσει τη συναίνεσή της στην υιοθεσία του φυσικού της τέκνου, την οποία έδωσε με συμβολαιογραφικές πράξεις, μετά τη συμπλήρωση τριών μηνών από τη γέννηση του ανηλίκου. Η φυσική μητέρα του προς υιοθεσία τέκνου, λόγω της οικονομικής της ανεπάρκειας, καθόσον δεν έχει μόνιμη και σταθερή εργασία, δεν είναι σε θέση να αναθρέψει το τέκνο της και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του γονεϊκού ρόλου της, καθώς ήδη με δυσκολία συντηρεί τον εαυτό της αφού δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα και συχνό αλλάζει τόπο κατοικίας.
Ενόψει των παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη και τη θετική εισήγηση της κοινωνικής λειτουργού που διενήργησε την απαιτούμενη κοινωνική έρευνα, κρίνει ότι ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας, της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης της αιτούσας και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία είναι προς συμφέρον του υιοθετούμενου τέκνου και θα αποβεί προς όφελός του, επιβάλλεται δε από λόγους ηθικούς και κοινωνικούς, καθώς έχει δημιουργηθεί μια οικογενειακή σχέση μεταξύ του ανηλίκου και της αιτούσας, αφού η τελευταία το ανατρέφει από τις πρώτες ημέρες της ζωής του, η σχέση δε, αυτή χαρακτηρίζεται από το συναισθηματικό δεσμό και την ψυχολογική ένταξη του υιοθετούμενου τέκνου στο περιβάλλον της υποψήφιας θετής του μητέρας. Επομένως, η τυχόν απομάκρυνση του ως άνω τέκνου από το ασφαλές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον αποδοχής, αγάπης, στοργής και θαλπωρής, στο οποίο έχει ήδη εισέλθει και εγκλιματιστεί, θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του, το οποίο, σε κάθε περίπτωση κρίνεται περισσότερο άξιο προστασίας, δεδομένου ότι είναι επιβεβλημένη η σταθερότητα και η συνέχεια στις συνθήκες ανάπτυξης του ίδιου. Συνεπώς, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις κατά το ελληνικό και βουλγαρικό δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόστηκαν ως προς το υιοθετούμενο και οι οποίες δεν προσκρούουν στα χρηστά ήθη ή την ημεδαπή δημόσια τάξη.
Αναστασία Χρ. Μήλιου
Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών