«Και δε θα πρέπει να λησμονούμε πως η φαντασία, είτε εφαρμοσμένη στα πράγματα είτε όχι, είναι πολύτιμη μορφή ελευθερίας» (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος).
Η παραπάνω θέση αποτελεί έναν ύμνο της φαντασίας που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί την υλική πραγματικότητα και να δημιουργήσει μια άλλη, ιδεατή. Η φαντασία, δηλαδή, αποτελεί μια από τις βασικές συνιστώσες της δημιουργικότητας του ανθρώπου και ανιχνεύεται σε όλα τα επίπεδα των υποστάσεών του (υλική, πνευματική, ψυχολογική…). Γενικά η φαντασία λειτουργεί ως πλοηγός για τη χάραξη νέων δρόμων που θα συνδυάζουν το πραγματικό με το επιθυμητό. Η φαντασία συμπληρώνει τη λογική ή την εμπλουτίζει με νέους κωδικούς ερμηνείας και κατανόησης της πραγματικότητας. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η φαντασία εκτρέπεται σε λανθασμένους ατραπούς και από υγιή δύναμη μετασχηματίζεται σε νοσηρό στοιχείο. Είναι η περίπτωση της «νοσηρούς φαντασίας» που συσκοτίζει τη λογική και σκιάζει την πραγματικότητα. Αποτέλεσμα αυτής της μορφής της φαντασίας η δημιουργία μιας ψευδούς πραγματικότητας που υπερβαίνει κι ακυρώνει τα βάθρα του ορθολογισμού, της ηθικής και του δικαίου. Έτσι προκαλεί στο άτομο έμμονες ιδέες, επικίνδυνες φαντασιώσεις και λειαίνει το έδαφος για τη μοιρολατρία, την αδράνεια και την άκριτη υποταγή σε δυνάμεις που απεργάζονται την πνευματική του υποδούλωση, την ψυχοσυναισθηματική του ποδηγέτηση και την ηθική του αποβιταμίνωση. Το επόμενο στάδιο μπορεί να είναι η βιολογική εξόντωση.
Τότε η φαντασία, σύμφωνα και με τον Holderlin «κάνει τον άνθρωπο φυγά της ζωής και της δράσης». Έκφραση απόλυτη των παραπάνω διαπιστώσεων για το φαινόμενο της νοσηρής φαντασίας συνιστά και το διαδικτυακό «παιχνίδι» της «Μπλε Φάλαινας». Το «παιχνίδι» αυτό προβλέπει επώδυνες δοκιμασίες που μπορούν να φτάσουν μέχρι την αυτοκτονία όλων εκείνων που θα ακολουθήσουν τυφλά τους όρους – κανόνες του.
«Η μπλε φάλαινα» ως παιχνίδι – με την καταχρηστική έννοια του όρου – δεν στοχεύει στην «ψυχαγωγία» του ατόμου και ιδιαίτερα του νέου αλλά στον εθισμό του σε διαδικασίες και εξαρτήσεις που οδηγούν στην αιχμαλωσία του νου και στην ψυχοσυναισθηματική απονεύρωση. Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας εκλείπει κι από μέσο – εργαλείο μάθησης και κοινωνικοποίησης καθίσταται ο προθάλαμος της αυτοεξόντωσης. Ο κίνδυνος μιας απόλυτης υποταγής στα νοσηρά κελεύσματα του παιχνιδιού είναι υπαρκτός, αφού ο νέος στο όνομα της αυτό-επιβεβαίωσης μπορεί να οδηγηθεί στα «άκρα». Οι κίνδυνοι είναι ιδιαίτερα μεγάλοι όταν οι θιασώτες του είναι άτομα «στερημένα» και «ανασφαλή» και κυρίως άτομα με χαμηλό δείκτη «αυτοεκτίμησης». Ο ευάλωτος εσωτερικός κόσμος του εφήβου αναζητά κάποια σταθερά σημεία με τη βοήθεια των οποίων προσδοκά τη δόμηση της ταυτότητάς του. Όταν, όμως, προϋπόθεση της ταυτότητάς του δεν είναι η ελευθερία και η δημιουργικότητα, η προσπάθεια και η επιτυχία – ή ακόμη και η ήττα – αποτυχία – αλλά η τυφλή υπακοή σε απάνθρωπες διαδικασίες τότε οδεύουμε σε έναν ευτελισμό του ανθρώπου και της λογικής. Γιατί η «μπλε φάλαινα» αλλά και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια γενικότερα προβάλλουν αξίες που μοιάζουν με αναντίρρητες αλήθειες και λειτουργούν ως στερεότυπα ακλόνητα μέσα από τα οποία ο χρήστης ερμηνεύει την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται με ένα μανιχαϊστικό τρόπο, ως σύγκρουση, δηλαδή, ανάμεσα στο καλό και το κακό, τη ζωή και το θάνατο.
Σε αυτό το πλαίσιο εμπλοκής στα ηλεκτρονικά παιχνίδια επέρχεται ο εθισμός που σε ένα ύστερο στάδιο προκαλεί συμπτώματα στερητικού συνδρόμου, όταν δεν μπορούν οι χρήστες να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και στις επιμέρους λειτουργίες – παροχές του. Ο νέος καθίσταται εσωστρεφής, βίαιος και εμφανίζει συμπεριφορές α-κοινωνικές και γενικότερα αφυδατώνεται από στοιχεία που νοηματοδοτούν θετικά την ηλικία του. Έτσι, η «Μπλε Φάλαινα» προσβάλλει τον ορθολογισμό, την ηθική και το δικαίωμα του νέου στη ζωή και στη δημιουργία. Αποτέλεσμα το «μπλε» να γίνεται «γκρι» και «μαύρο» και στην πιο επικίνδυνή του απόχρωση «κόκκινο» με ό,τι αυτό συνειρμικά υποδηλώνει.
Οι προτάσεις για την αντιμετώπιση των κινδύνων από το παιχνίδι αυτό μπορούν εύκολα να διατυπωθούν αλλά δύσκολα να υλοποιηθούν: Προς την κατεύθυνση της προστασίας των εφήβων χρηστών απαιτούνται δράσεις και μέτρα σε τρία επίπεδα.
Στο πρώτο επίπεδο υπάγονται τα μέτρα που αφορούν την τεχνογνωσία για να αποκλειστούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θέματα, πληροφορίες και παιχνίδια που προσβάλλουν τον άνθρωπο, διαβρώνουν τα ηθικά ερείσματα των νέων και θέτουν σε αμφισβήτηση σταθερές αξίες και ιδανικά.
Στο δεύτερο επίπεδο υπάγονται οι αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για την πρόληψη ή κολασμό όλων εκείνων που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μέσο προπαγάνδας ή ακόμη και αποκόμισης υλικών ή άλλων αγαθών. Νομοθεσία, δηλαδή, αυστηρή που θα λειτουργεί τόσο ανασταλτικά όσο και κατασταλτικά.
Το τρίτο επίπεδο σχετίζεται με την ενημέρωση. Αυτή πρέπει να παρέχεται τόσο στους γονείς όσο και στους εφήβους. Οι γονείς μπορούν και οφείλουν να εποπτεύουν και να μεριμνούν για τα παιδιά, όταν αυτά για υποκειμενικούς ή αντικειμενικούς λόγους δεν μπορούν να προστατευθούν. Το σημαντικότερο, όμως, είναι οι ίδιοι οι χρήστες να ενημερωθούν και να συνειδητοποιήσουν τους κινδύνους. Μόνο η αυτογνωσία και η συνειδητοποίηση μπορούν να προκαλέσουν την αναγκαία αντίδραση σε εκείνα τα μέσα (πληροφορίες, παιχνίδια….) που τείνουν να καταστήσουν τους νέους ανδράποδα της νέας ψηφιακής επικοινωνίας.
Αυτό θα είναι η δικαίωση του Όργουελ («1984») για τη θέση του «Δεν θα επαναστατήσουμε, αν δεν συνειδητοποιήσουμε».
Βέβαια, όλα τα προτεινόμενα μέτρα είναι ατελέσφορα, αν δεν συνοδεύονται και από μια ριζική αναδιάρθρωση του αξιακού κώδικα της κοινωνίας. Ο νέος, δηλαδή, χρειάζεται ένα ανθρώπινο πλαίσιο επικοινωνίας σε μια κοινωνία που να τον εμπνέει και να δίνει διέξοδο στις δημιουργικές του δυνάμεις. Μια κοινωνία από όπου θα αντλεί ένα νέο νόημα ζωής εμπλουτισμένο από τις ακατάλυτες ηθικές αξίες. Γιατί στις μέρες μας ο «τεχνολογικός γιγαντισμός» επέφερε τον «ηθικό σχετικισμό και νανισμό» και αποδόμησε τους βασικούς πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης. Μόνο, δηλαδή, όταν ο άνθρωπος θα πάψει να χρησιμοποιείται ως μέσο για εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, τότε και ο ίδιος δεν θα καταφεύγει άκριτα στον παράδεισο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτά πρέπει να παραμείνουν «μέσα» και ο άνθρωπος ο «σκοπός» γιατί αυτός συνιστά την απόλυτη αξία – αυταξία.
Γι’ αυτό προσοχή στη νέα θεότητα της εποχής μας, το διαδίκτυο, γιατί «Οι υπολογιστές είναι σαν τους θεούς της Παλιάς Διαθήκης: πολλοί κανόνες, κανένα έλεος» (Joseph Campbell).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος