Συγκλονισμένος από τo τραγικό συμβάν της σύγκρουσης των τρένων έξω από τη Λάρισα, την πόλη όπου μεγάλωσα, με αθώα θύματα τους επιβάτες ενός τρένου που είκοσι χρόνια πριν το χρησιμοποιούσα και εγώ, μετακινούμενος από το Α.Π.Θ. προς τους γονείς μου και αντίστροφα, ενώνω τον πόνο μου με τον θρήνο των οικογενειών των 32 νεκρών, φοιτητών και νέων -στην πλειοψηφία τους- ανθρώπων, μαζί με τα λόγια που έγραφα το 2005 για αυτά τα νεανικά μου ταξίδια με το τρένο, εκεί, κοντά στον Πλαταμώνα των παιδικών μου χρόνων, κοντά στα Τέμπη απ’ όπου περνούσα με το τρένο ως φοιτητής Ιατρικής, κοντά στο Κέντρο Υγείας Γόννων όπου υπηρέτησα στο πρώτο μου αγροτικό. Ένας νεαρός γιατρός έγραφε τον Ιανουάριο του 2005…..
Σιδηροδρομικός Σταθμός Πλαταμώνα, κάποιο μακρινό πρωινό καλοκαιριού, περιμένοντας το τρένο για τη Σαλονίκη. Το παλιό υδραγωγείο δίπλα στο πετρόκτιστο κτήριο εντείνει τη σημειολογική μελαγχολία που ούτως ή άλλως, χαρακτηρίζει όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Μια στάσιμη ρευστότητα που διαβρέχει ανθρώπους και διαθέσεις, σαν το σκουριασμένο νερό στον πάτο της τσιμεντένιας δεξαμενής, σαν τη μαυριδερή γραμμή των λαδιών της μηχανής πάνω στις άσπρες πέτρες, που διχοτομεί τη γωνία όπου η οφθαλμαπάτη της προοπτικής ενώνει τις άτεμνες σιδηροδρομικές γραμμές.
Ανάμεσα στους πρωινούς ταξιδιώτες ξεχωρίζει μια ευτραφής, μεσήλικη φιγούρα με ένα λευκό ναυτικό πηλίκιο και με κάμποσα μεταλλικά διακριτικά αεροπόρου καρφιτσωμένα στο πουλόβερ που επιμένει να φορά παρά την ήδη έντονη ζέστη. Ο δυστυχής κύριος ακολουθεί κατά πόδας τον σταθμάρχη που προειδοποιεί για την επικείμενη έλευση του τρένου, ρίχνοντας φθονερές ματιές στο κόκκινο υπηρεσιακό του καπέλο και επαναλαμβάνοντας, ως παρανοϊκή ηχώ: «Σε λίγο θα προσγειωθεί το αεροπλάνο!!…» Ποια τραγική τάση φυγής απ’ την πραγματικότητα να είχε ανακατέψει στο παραλήρημά του τα λιμάνια, τους σταθμούς και τ’ αεροδρόμια;
Σταθμός Λαρίσης, Κυριακή απόγευμα, λίγα χρόνια μετά. Αφετηρία της σιδηροδρομικής σύνδεσης της πρωτεύουσας με τον Βορρά, ονοματολογικό κατάλοιπο της εποχής που τα σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τη Λάρισα –για την ακρίβεια μέχρι την Ελασσόνα- και φυσικά, επίσης, μελαγχολικός παρά την πολυκοσμία του. Την τελευταία στιγμή, όπως πάντα, τρέχω να επιβιβαστώ στο τρένο. Λίγο πριν βγω στην πλατφόρμα η υπάλληλος της εταιρείας security σκανάρει της αποσκευές μου και μου ζητάει ευγενικά να περάσω απ’ τον ανιχνευτή μετάλλων.
Χωρίς να της δείξω το εισιτήριο δε με αφήνει να περάσω στις αποβάθρες; Τι έγινε; Καινούριος στην Αθήνα, πήρα λάθος μετρό και αντί για τον Σταθμό βρέθηκα στο Αεροδρόμιο και μου ζητάνε boarding pass ή μήπως ο παλιός δυστυχής Πλαταμωνίτης κατάφερε επιτέλους να επιβάλει το παραλήρημά του στην πραγματικότητα, μετατρέποντας τον ‘Σταθμό Λαρίσης’ σε ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’; Κοιτάζω γύρω μου μήπως και τον δω να ξεπροβάλει μέσα από το ετερόκλητο πλήθος των αναμενόντων, με το ναυτικό πηλίκιο γερτό στο μέτωπό του, με το αυτάρεσκο υπομειδίαμα της τελικής δικαίωσης στο πρόσωπό του και ανεβαίνω στο τρένο.
Ίσως να φταίει πως χρόνια πριν, μια νύχτα μαζικής φοιτητικής επιστροφής, σ’ έναν άλλον σιδηροδρομικό σταθμό, αυτόν της Θεσσαλονίκης, είδα μια αγκαλιά να φεύγει σε λάθος προορισμό. Γι’ αυτό από τότε, όταν βρίσκομαι σε σταθμούς, η σκέψη μου δουλεύει περίεργα, ανακατεύοντας τους παρανοϊκούς αεροσταθμάρχες με τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων σε τρένα. Καθησυχάζω το αρχικό μου ξάφνιασμα, βρίσκω τη θέση μου και ξεκινώ για τη Λάρισα.
Το τρένο δεν ήτανε ποτέ ένα απλό μέσο μαζικής μεταφοράς. Έχει εκ των προτέρων χαραγμένο μπροστά του τον δρόμο που πρόκειται να διανύσει, χωρίς τη δυνατότητα παρεκκλίσεων. Πότε αφήνοντας πίσω του την αιθάλη του ανεπίστρεπτου και πότε με τον ξαφνικό ηλεκτρικό ήχο του αναπόδραστου, εκφράζει τη μονόδρομη κίνηση προς τα εμπρός, την υπεροχή των τυχερών επιβατών και τη χαμένη ευκαιρία των εξωτερικών παρατηρητών. Ο διηπειρωτικός σιδηρόδρομος ήταν αυτός που σηματοδότησε την κατάκτηση της Αμερικής και την καθυποταγή των ινδιάνων. Γι’ αυτό οι ερυθρόδερμοι επιτίθονταν με μανία στα βαγόνια των λευκών, μπλοκάροντας τις ράγες με κορμούς.
Γι’ αυτό ο θρυλικός κακοποιός Τζέσε Τζέιμς λήστευε τρένα. Δεν ήταν μόνο η λαφυραγώγηση των πλούσιων επιβατών. Ήταν η αντίδραση στην ευθυγραμμισμένη συγκρότηση του ευνομούμενου κατεστημένου που επιχειρούσε να μικρύνει τις αποστάσεις για να αυξήσει τη σφαίρα επιρροής του. ‘Δεν είστε ασφαλείς, παραμένετε εκτεθειμένοι στον μη προνομιούχο, στον μη μηχανοκίνητο παρακατιανό’ αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα των επιθέσεων στους συρμούς. Αυτό το μήνυμα έστελνε ο Λώρενς της Αραβίας μαθαίνοντας στους Άραβες να εκτροχιάζουν τα τρένα με τα πολεμικά εφόδια των Τούρκων δυναστών τους. Στους Άραβες που πολλά χρόνια αργότερα θα τίναζαν στον αέρα τα Ισπανικά τρένα, σκοτώνοντας αθώους, επιχειρώντας να εκτροχιάσουν την αλαζονική υπεροχή του Δυτικού κόσμου.
Ο συνειρμός έχει πάει πολύ μακριά. Ίσως να φταίει πως πλησιάζουμε -πάλι- σε σταθμό, αυτόν της πόλης της Λάρισας. Σε έναν σταθμό ανώνυμο αφού το όνομά του το σφετερίζεται ο σταθμός της Αθήνας. Σε ένα από τα ένθετα της κυριακάτικης εφημερίδας διαβάζω κάποιους στίχους του Νερούδα. Είναι πολλοί, όμως χωρούνε σε ένα τριπλό SMS. Ο αντίχειράς μου κινείται βιαστικά, να προλάβω να στείλω το μήνυμα πριν φτάσουμε, πριν κατεβώ απ’ το τρένο.