Η συστηματική άθληση είναι γνωστό πως προάγει την υγεία και πολυάριθμες ιατρικές μελέτες έχουν κατά καιρούς επιβεβαιώσει την αντίληψη αυτή. Ειδικά οι νέοι αθλητές θεωρούνται από την κοινωνία ως η επιτομή της υγείας και της δύναμης. Επομένως, ένας αναπάντεχος αιφνίδιος καρδιακός θάνατος σε αθλητή δημιουργεί εύλογα ανησυχία και φόβο στην ευρύτερη κοινότητα καθώς το ερώτημα έρχεται αναπόφευκτα. Πώς μπορεί ένα τέτοιο συμβάν να εξηγηθεί;
Η παγκόσμια καρδιολογική κοινότητα έχει στρέψει από νωρίς το ενδιαφέρον της στα σπάνια αλλά σοκαριστικά αυτά περιστατικά.
Η συλλογική ιατρική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών έχει προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανές αιτίες του φαινομένου και πλέον οι μεγάλες καρδιολογικές ενώσεις Αμερικής και Ευρώπης δίνουν σαφείς κατευθύνσεις για την πρόληψή του.
Αρχικά, πρέπει να τονιστεί πως ο αθλητισμός δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία ενός τέτοιου επεισοδίου. Στις περιπτώσεις αθλητών με αιφνίδιο καρδιακό θάνατο συχνά αποδεικνύεται εκ των υστέρων η ύπαρξη κάποιας αδιάγνωστης καρδιοπάθειας και συνεπώς, η άθληση λειτουργεί μόνο ως πυροδότης τέτοιων συμβάντων, αναφέρει ο κ. Σταύρος Κούνας, Διευθυντής Ε΄ Καρδιολογικής Κλινικής του Metropolitan General.
Με βάση τις πιο αξιόπιστες μελέτες η πιθανότητα αιφνιδίου θανάτου σε νέο αθλητή (κάτω των 35 ετών) υπολογίζεται σε 1 ή 2 περιστατικά ανά 100.000 αθλούμενους ανά έτος. Καρδιακές παθήσεις λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό, και σε μεγάλο βαθμό κληρονομικές, ευθύνονται για τα περιστατικά αυτά σε νέους αθλητές. Παθήσεις όπως η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, η αρρυθμιογόνος μυοκαρδιοπάθεια, οι συγγενείς παθήσεις των στεφανιαίων αγγείων, οι μυοκαρδίτιδες και τα κληρονομικά αρρυθμιολογικά σύνδρομα μπορεί να μην έχουν έκδηλη συμπτωματολογία, εκθέτοντάς τον αθλητή σε κίνδυνο κατά την άθληση.
Ο προαγωνιστικός καρδιολογικός έλεγχος, όπως έχει δομηθεί από τις μεγάλες καρδιολογικές ενώσεις, στοχεύει στην αναγνώριση ύποπτων σημείων ενδεικτικών των παραπάνω νοσημάτων. Περιλαμβάνει στοχευμένο ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, φυσική εξέταση και ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Προαιρετικά, μπορεί να συμπεριληφθεί και το υπερηχογράφημα (triplex) καρδιάς. Η εξέταση θα πρέπει να γίνεται από καρδιολόγο με γνώση των φυσιολογικών αθλητικών προσαρμογών ώστε να αποφεύγονται άσκοποι φόβοι και περιττές εξετάσεις από ευρήματα αναμενόμενα σε αθλητές.
Αν ο βασικός έλεγχος αναδείξει αξιόλογα ή παθολογικά ευρήματα (υπολογίζονται σε ένα μικρό ποσοστό 0,4 – 2 %) οι αθλητές θα πρέπει να αξιολογούνται κατάλληλα με πιο εξειδικευμένες εξετάσεις.
Σε ηλικίες μεγαλύτερες των 35 ετών (βετεράνοι αθλητές) η σημασία των κληρονομικών καρδιοπαθειών υποχωρεί. Κυρίαρχη αιτία αιφνιδίου θανάτου στην κατηγορία αυτή αναδεικνύεται η αρτηριοσκλήρυνση των στεφανιαίων αγγείων, η νόσος δηλαδή που απειλεί κάθε καρδιολογικά αμελή μεσήλικα ή ηλικιωμένο. Για το λόγο αυτό ο καρδιολόγος επικεντρώνει την προσοχή του στους γνωστούς αλλά συνήθως παραμελημένους παράγοντες κινδύνου για έμφραγμα όπως το κάπνισμα, η υψηλή χοληστερόλη, ο σακχαρώδης διαβήτης και η αρτηριακή υπέρταση. Σε αυτή την ηλικιακή ομάδα αθλητών, συμπληρωματικά στο παραπάνω πρωτόκολλο προαθλητικών εξετάσεων μπορεί να προστεθεί η δοκιμασία κόπωσης.
Ο καθιερωμένος προαγωνιστικός έλεγχος θεωρείται πως μπορεί να προλάβει αρκετά, αλλά όχι όλα τα περιστατικά αιφνιδίου θανάτου στους χώρους άθλησης. Στην περίπτωση που τελικά συμβεί ένα τέτοιο επεισόδιο, τα πρώτα 5-10 λεπτά είναι καθοριστικής σημασίας καθώς η καρδιά συνήθως πάσχει από μια σοβαρή αρρυθμία (κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή) και η άμεση παρέμβαση με κάποιο φιλικό στη χρήση απινιδωτή μπορεί στην κυριολεξία να σώσει μια ζωή. Επομένως, σε μεγάλους αθλητικούς χώρους σημαντική σημασία αποκτά η εκπαίδευση του προσωπικού (π.χ. προπονητές-φροντιστές) σε τεχνικές πρώτων βοηθειών και καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης καθώς και στη χρήση των φιλικών απινιδωτών.
Συνοψίζοντας το ζήτημα του αιφνιδίου θανάτου σε αθλητές, αν και τραγικό, αποτελεί ένα σπάνιο σχετικά φαινόμενο. Η βαθύτερη καρδιολογική γνώση των υποκείμενων καρδιοπαθειών και τα εξελιγμένα εργαλεία διάγνωσης και αντιμετώπισης μας δίνουν τη δυνατότητα για αποτελεσματικότερους προαγωνιστικούς ελέγχους και έγκαιρες παρεμβάσεις, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Στόχος θα αποτελεί πάντα η ενθάρρυνση όλων, νεότερων και μεγαλύτερων, στην ασφαλή και συστηματική άσκηση.