Του Γιώργου Μισιάκα
Αλγεινές εντυπώσεις προκάλεσε ο τρόπος διεξαγωγής του εορτασμού της 25ης Μαρτίου και της Στρατιωτικής Παρέλασης, εν μέσω απαγορεύσεων, μέσα σε μια σιδερόφραχτη Αθήνα, λόγω της παρουσίας ξένων αντιπροσωπειών και χωρίς την παρουσία κόσμου με πρόσχημα την πανδημία.
Για μια ακόμη φορά, εργαλειοποιήθηκε ο κορωνοϊός, για να περιοριστεί ο δημόσιος χώρος και να «σπρωχτεί» έξω από αυτόν η Κοινωνία και ο Λαϊκός Παράγοντας.
Οι επίσημοι εορτασμοί για την συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Εθνεγερσίας ήταν σίγουρα αναντίστοιχοι με την Ιστορική, Εθνική, Κοινωνική και Πολιτική αξία και σημασία, που είχε και έχει ως γεγονός το 1821.
Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση και η επιτροπή της Αγγελοπούλου είχαν «συλλάβει» την ουσία αυτού του εορτασμού, που δεν ήταν άλλη από το να ξαναγραφτεί η Ιστορία, όχι μόνο του 1821, αλλά συνολικά των 200 χρόνων, σύμφωνα με τις «ανάγκες» του σήμερα και τις επιθυμίες των εγχώριων διεθνοποιημένων και της παγκοσμιοποίησης.
Να τι υπαγορεύουν αυτές οι «ανάγκες»: εναρμόνιση με το ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο του καθεστώτος της σύγχρονης αποικίας, εμπέδωση της ενδοτικότητας στα Εθνικά θέματα και της συνεχούς υποχωρητικότητας απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, μεγέθυνση της «εκσυγχρονιστικής» αποδόμησης (Εθνικής και Ιστορικής), βάθεμα της πανδημικής κανονικότητας και όλων των παραγόμενών της.
Βασικό ζητούμενό τους είναι να μην υπάρξει καμία σύνδεση του τότε και του τώρα (βασικό ζητούμενο κάθε επετείου), να διαστρεβλωθεί ο σαφής Εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας, να παρουσιαστούν οι Αγωνιστές της Εθνεγερσίας ως ένα σύνολο αγροίκων, μέθυσων, ψευτών, συμφεροντολόγων κ.ο.κ. με αμφίβολη καταγωγή και ρευστή εθνική συνείδηση.
Βεβαίως, οι προαναφερόμενοι έδωσαν τα υπάρχοντά τους, το αίμα τους, την ίδια τους την ζωή, ενώ όσοι εθνομηδενιστές και κοσμοπολίτες τα λένε μέσα από την πολυτελή άνεσή τους όλα αυτά, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μην θιχτούν στο παραμικρό τα στενά συντηρητικά συμφέροντά τους.
Γι’ αυτό επιχειρούν να «ξαναγράψουν» την Ιστορία από την δική τους πλευρά με ξεκάθαρους όρους ραγιαδισμού και αναθεωρητισμού.
Για την επιτροπή της Αγγελοπούλου και τα θλιβερά καμώματά της, την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει σαφώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη που την διόρισε.
Συνένοχο όμως, σ’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση είναι συνολικά το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Άλλωστε, όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου στις καλοκαιρινές συναντήσεις, που έκανε η Αγγελοπούλου με αυτά, είχαν πολλές και «εποικοδομητικές» προτάσεις και επομένως όλα, επί της ουσίας, «νομιμοποίησαν» με τον τρόπο τους την επιτροπή και το έργο της.
Το συμπέρασμα το οποίο βγαίνει είναι ότι δεν υπήρξε κανένας απολύτως σεβασμός στην επέτειο και πολύ περισσότερο στην σημασία της, κάτι το οποίο όμως θα έπρεπε να το περιμένουμε όταν υπεύθυνοι για τους εορτασμούς είναι αυτοί, που έχουν αποκτήσει πολιτική εξειδίκευση και «μάστερ» στην ρεμούλα, στο ξεπούλημα, στο γλείψιμο και στις υποκλίσεις.
Μέσα σ’ όλα αυτά, ασφαλώς και είναι τυχαία η εικόνα του αλόγου, που «εκτονώθηκε» μπροστά από την εξέδρα των επισήμων…