Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου
Η χώρα μας, που αντιμετωπίζει άμεσους κινδύνους από την νεοθωμανική τουρκική επεκτατικότητα, βρίσκεται υπό την ηγεσία ενός πολιτικού προσωπικού εξουσίας κατωτέρου των ιστορικών αναγκών της. Είναι γνωστό ότι αυτό,κατά την εύφορη περίοδο της κίβδηλης ευημερίας της ύστερης Μεταπολίτευσης (1990-2009), πρωταγωνίστησε στην δημιουργία τεράστιων σκανδάλων από τις μίζεςπου χορηγούνταν για την πώληση οπλικών συστημάτων, τα οποία δεν αγοράζονταν με καθαρά επιχειρησιακά κριτήρια για την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της Ελλάδος, καθώς και στην υπονόμευση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.
Αποκορύφωμα αυτής της σοβαρής αβελτηρίας είναι και η εγκατάλειψη εκσυγχρονισμού του Πολεμικού Ναυτικού με την έλλειψη παραγγελιών φρεγατών τηδεκαετία 2000-2010, που ήταν άκρως απαραίτητες για την διατήρηση των δυνατότητων του σώματος αυτού. Κατά δε τη μνημονιακή περίοδο, το ίδιο πολιτικό προσωπικό εξουσίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Ν.Δ.) με την προσθήκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (2015-2019) διέπραξε ιστορικό έγκλημα καθοσιώσεως με το να αποδεχθεί την ένταξη στις μνημονιακές νόρμες της σύνθλιψης και την εθνική ασφάλεια, με συνέπεια τη μη προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού. Και όλα αυτά, όταν την ίδια περίοδο η Τουρκία προέβη σε γιγάντιους εξοπλισμούς και σοβαρότατη ανάπτυξη της πολεμικής αμυντικής βιομηχανίας της, που μεγεθύνει το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών. Παράλληλα της έδωσε τη δυνατότητα, στην σημερινή ρευστή γεωπολιτική πραγματικότητα, να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της ισχύ ως εργαλείο για την παρουσία και την επέκτασή της σε διάφορες περιοχές, που κάποτε ήταν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Καύκασος, Συρία, Ανατολική Μεσόγειος, Λιβύη).
Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή αντικειμενικά κατάσταση για την Ελλάδα, όπου ελλοχεύουν εθνικοί ακρωτηριασμοί, θα περίμενε κανείς όχι μόνο την αφύπνιση από τον λήθαργο του πολιτικού προσωπικού εξουσίας, αλλά και τη χάραξη ενός οδικού χάρτη ενδυνάμωσης της χώρας μέσα από μια συνεπή εθνική στρατηγική αποτροπής. Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της στρατηγικής είναι από τη μια μεριά η σύναψη ισχυρών αμυντικών συμμαχιών, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής ρευστής γεωπολιτικής πραγματικότητας και από την άλλη η παράλληλη ουσιαστική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, με στόχο την ορατή αποτρεπτική δυνατότητά τους.
Ως προς την πρώτη παράμετρο, η μόνη χώρα που αντικειμενικά έχει συγκλίνοντα συμφέροντα με τον Ελληνισμό στην ευρύτερη περιοχή έναντι της τουρκικής επιθετικότητας είναι η Γαλλία, ισχυρή στρατιωτική χώρα – μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Με βάση δε την προϋπάρχουσα φιλική σχέση των δύο χωρών, η περίοδος αυτή αποτελεί μοναδική ιστορική ευκαιρία για πραγματικά ισότιμη αμυντική στρατιωτική συνεργασία τους, ενταγμένη μάλιστα ως ένα αμυντικό υποσύστημα εντός του ΝΑΤΟ, που παρουσιάζει διαλυτικές τάσεις. Η διαφαινόμενη αυτή συνεργασία φαίνεται ότι εξώκειλε, εξαιτίας των πιέσεων της φιλοτουρκικής Γερμανίας και των Η.Π.Α. για τους δικούς τους στρατηγικούς στόχους, που όμως δε συγκλίνουν με τα συμφέροντα της Ελλάδος έναντι του τουρκικού επεκτατισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Και όλα αυτά, τη στιγμή που η Γερμανία στηρίζει απροκάλυπτα και εμμονικά την Τουρκία, επιδιδόμενη μάλιστα σε «αγώνα δρόμου» για να της παραδώσει προς τα τέλη του έτους τα υποβρύχια τύπου Παπανικολής, που θα αφαιρέσουν το μοναδικό στρατηγικό πλεονέκτημα που έχει σήμερα η χώρα μας στη θάλασσα, πλην της παραδοσιακής ελληνικής ναυτοσύνης. Οι δε Η.Π.Α., έχοντας λάβει τα πάντα από την Ελλάδα σε επίπεδο διευκολύνσεων και δεδομένης της πειθήνιας στάσης αυτής, δεν έχουν κανένα λόγο, παρά τη σοβαρή τουρκική ανυπακοή, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αγορά των S-400, να στραφούν εναντίον της στη λογική ότι δεν πρέπει να χαθεί αυτή για τη Δύση.
Ως προς τη δεύτερη παράμετρο της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία οι διαρροές από την πλευρά της κυβέρνησης ότι επήλθε συμφωνία αγοράς φρεγατών από τις Η.Π.Α. τύπου MMSC. Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές πρόκειται για πλοία με πυραύλους μικρής εμβέλειας, τα οποία λόγω της ανάπτυξης ισχυρών όπλων από την ξηρά (μικρασιατικά παράλια), θα έχουν περιορισμένες δυνατότητες δράσης και δε θα δώσουν τα πλεονεκτήματα που θα έπρεπε να αναζητήσει η χώρα μας στον τομέα αυτό για να μπορέσει να διατηρήσει την ισχύ της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής (areadefence). Τέτοια δυνατότηταγια παράδειγμα θα παρείχαν στη χώρα μας οι γαλλικές Bellh@arra και τα αμερικάνικα αντιτορπιλικά ArleighBurke, που οι πύραυλοι που διαθέτουν έχουν πολύ μεγάλη εμβέλεια και σε συνδυασμό με τα σύγχρονα συστήματά τους θα έδιναν την απαιτούμενη ισχύ στο Πολεμικό μας Ναυτικό.
Οι υπεύθυνοι οφείλουν να απαντήσουν άμεσα και χωρίς περιστροφές, γιατί δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση που θα ενίσχυε την αποτρεπτική δύναμη της Ελλάδας.